Η Αναστασία είχε γεννηθεί στην Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ) στις 22 Απριλίου τού 1953, από Έλληνες γονείς, την Ροδάμα και τον Νίκο, πολιτικούς πρόσφυγες στην Βουλγαρία.
Αγαπούσε την μουσική, την ποίηση, την τέχνη.
Σπούδασε στο Μουσικό Λύκειο Φιλιππούπολης και μετά στο Ανώτατο Μουσικό και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, από όπου πήρε Δίπλωμα Παιδαγωγού τής Μουσικής με ειδικότητες στο Πιάνο, στην διεύθυνση χορωδίας και στην Ωδική. Το Ινστιτούτο ονομάζεται σήμερα Ακαδημία Μουσικής και Ορχηστρικής τέχνης.
Οι σπουδές ποτέ δεν τελειώνουν για όποιον θέλει να μαθαίνει και η Αναστασία συνέχισε μεταπτυχιακά για Διεύθυνση Χορωδίας στη Μουσική Ακαδημία τής Σόφιας.
Στη Βουλγαρία δίδαξε τρία χρόνια ως καθηγήτρια μουσικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ήρθε στην Ελλάδα - όπως και η οικογένειά της - και δεν μπορώ να φανταστώ το σοκ από την πολιτισμική / πολιτιστική αλλαγή. Βαλκάνια Βαλκάνια μεν, αλλά και παιδεία και νοοτροπία από δύο λαούς με ιστορική αντιπαράθεση και παντελώς διαφορετική διαδρομή από τους παγκόσμιους πόλεμους και μετά.
Στην Ελλάδα, η Αναστασία εγκαταστάθηκε κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Συνέχισε να παρακολουθεί σεμινάρια για να μαθαίνει, να βελτιώνεται στην Τέχνη της και στην τεχνική της.
Παράλληλα, μια που το μικρόβιο των σπουδών δύσκολα φεύγει, εκπονούσε την διδακτορική της διατριβή στο Conservatoire τής Σόφιας.
Στη Θεσσαλονίκη εργάστηκε στο Αριστοτέλειο Κολέγιο, στο Νέο Ωδείο και σε πολλούς άλλους μουσικούς φορείς. Το 1985 ιδρύουν με συναδέρφους της το Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης, όπου και θα εργαστεί ως τα τελευταία της.
Εκεί την γνώρισα εγώ. Κάπου το 1987, στα φοιτητικά μου χρόνια, όπου αποφάσισα και πάλι να ξεστραβωθώ λίγο μουσικά - το είχα επιχειρήσει παλιότερα στο λύκειο, αλλά σύντομα το άφησα λόγω των απαιτήσεων των Πανελλαδικών.
ΑΝ θυμάμαι καλά, η Αναστασία είχε έρθει στην τάξη τού σολφέζ για να ψαρέψει ταλέντα (...) για την χορωδία τού Ωδείου. Ούτε θυμάμαι τώρα τι τραγουδούσαμε, αν το τραγουδούσαμε κατά μόνας ή ομαδικά, πάντως με κοίταξε ύποπτα. 23 χρόνια μετά σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ τι με είχε ρωτήσει. Ήμουν ψαρωμένος αλλά και θρασύς, μού πρότεινε να μπω στη χορωδία και βέβαια κολακεύτηκα.
Σιγά σιγά άρχισα να την γνωρίζω.
Έπειτα εμπλέχτηκα και σε άλλες χορωδίες. Το 1989, η Χορωδία τής Γερμανικής σχολής Θεσσαλονίκης διασπάστηκε ή ανέστειλε τις δραστηριότητές της και αρκετά άτομα αποτέλεσαν τον πυρήνα για να δημιουργηθεί η Χορωδία Δωματίου Θεσσαλονίκης. Αν σωστά θυμάμαι ήταν ο Γιάννης Κ. που πρότεινε την Αναστασία για μαέστρο τής Χορωδίας.
Είχα την τύχη να είμαι στη ΧΔΘ ένα χρόνο, μετά έφυγα από την πόλη.
Η Αναστασία παρέμεινε πέντε χρόνια ακόμα διευθύντρια και από όσο ξέρω, η χορωδία διέπρεψε. Παράλληλα διήυθυνε κι άλλες χορωδίες στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις τής Μακεδονίας.
Τα τρία εκείνα χρόνια, από την γνωριμία μας έως ότου έφυγα, τολμώ να πω, και το λέω με περηφάνια, ότι ήμουν φίλος της, όχι από τους στενούς, κολλητούς, αλλά μάς άρεσε και στους δύο να μιλάμε, να πηγαίνουμε βόλτες και να κάνουμε μουσική. Για το τελευταίο, η Αναστασία χρειαζόταν να ρίχνει πολλούς ορόφους το επίπεδό της για να με ... φτάσει.
Με 13+ χρόνια διαφορά και με τα μυαλά (μου) στα κάγκελα ή σε πολλά άλλα μέρη, όχι όμως στο σωστό, η επικοινωνία δεν ήταν πάντα εύκολη. Συν ο χαρακτήρας τής Αναστασίας που δεν ήταν τού κόσμου τούτου.
Έγραψα πριν για το θράσος μου. Δεν εννοούσα αγενής, εννοούσα την νοοτροπία τού να πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες, την θέληση να είμαι δοκησίσοφος. Φυσικά δεν ήμουν ο πιο πρωταθλητής στο άθλημα.
Για την Αναστασία όμως αυτό ήταν όχι απλά έξω από ο ήθος της, αλλά έξω από την λογική της, έξω από την δυνατότητα τής λογικής της να δεχτεί ότι υπάρχει τέτοια νοοτροπία και φορείς αυτής.
Ως τα σήμερα δεν ξέρω πώς με ανεχόταν, τουλάχιστον πώς ανεχόταν αυτή την πλευρά μου. Ίσως και να μην την ανεχόταν.
Κρατήσαμε επαφή και βλεπόμασταν που και που τα επόμενα χρόνια. Παράξενο πράγμα, η Αναστασία δεν άλλαζε. Πάντα έφηβη, πάντα έκπληκτη και καλοπροαίρετη για τον κόσμο, στον οποίο λες και έδινε την ευκαιρία να τον γνωρίσει εκ νέου την κάθε μέρα.
Κινητική, με πολύ ενέργεια που καμπτόταν - νομίζω - μόνο από κτυπήματα που πονούσαν την ηθική της. Και τέτοια ουκ ολίγα βέβαια.
Η Αναστασία με τον ακέραιο χαρακτήρα της και την ακέραια ποιότητα σε αυτά με τα οποία καταπιανόταν, δεν έβαζε νερό στο κρασί της. Αυτό συχνά την έκανε άκαμπτη. Σε άλλες χώρες, δεν θα ίσχυε ο χαρακτηρισμός. Οι απαιτήσεις της θα ήταν προφανείς. Στην Ελλάδα όμως, όπου όταν τρυπήσει μία σωλήνα, η ενδεικνυόμενη μέθοδος είναι να συσταθεί μία επιτροπή, να καλοπληρωθεί μία εταιρεία κατασκευής και τελικά κάποιος να βουλώσει την τρύπα με τσίχλα, στην Ελλάδα όπου η συνεννόηση κάτω και πλάι από το τραπέζι είναι η κανονική μέθοδος και η αμοιβαία μετακύλιση ευθυνών, μέχρι να βουλιάξουν στον πάτο τής θάλασσας, είναι το ευκταίο, η Αναστασία ήταν κόκκινο πανί για τους συναλλασσόμενους. Από μια άλλη σκοπιά, ο τρόπος τής Αναστασίας ήταν ο τρόπος τής αυτοπειθαρχίας και τής αργής, βαθιάς, τελετουργικής μάθησης, ο οποίος στην Ευρώπη, αν έμεινε κάπου στο δεύτερο μισό τού 20ου αιώνα, πιστεύω ότι ήταν στο ανατολικό μπλοκ. Η Δύση προχώρησε με τις φρέσκιες μεθόδους τής Αμερικής: ταχύτητα, συγκόλληση προϋπαρχουσών εφαρμογών, άμεση δοκιμή και πέταμα των αποτυχημένων αποτελεσμάτων, πράξη, πράξη, πράξη.
Όπως και να 'ναι, η διαφορά κουλτούρας συχνά την έφερνε σε συγκρούσεις με τους συναδέρφους της και τους συνανθρώπους της. Το άντεχε, αλλά φαίνεται ότι πληγωνόταν. Η προοπτική να μπει σε διαδικασία συγκρούσεων την αρρώσταινε. Η ιδέα ότι θα εμπλακεί με ανθρώπους που ήταν πνευματικά ικανοί να σχεδιάζουν αδικίες - καταλαβαίνω ότι - τής ήταν ανυπέρβλητη συναισθηματικά. Έτσι, δυσκολευόταν να κυνηγήσει ευκαιρίες, να ανέλθει σε αξιώματα, να κάνει αυτό που λέμε καριέρα. Παράλληλα αδυνατούσε σχεδόν να αντιληφθεί οικονομικά μεγέθη, και αυτό όχι βέβαια από την θέση τού Κροίσου που δεν ξέρει τι έχει, αλλά από την μεριά τού Σοφού που δεν ασχολείται να γνωρίσει την τιμή των πραγμάτων αλλά μόνο την αξία τους - όσων από αυτά έχουν αξία.
Την τέχνη της - και το ήθος της - δεν τα διαπραγματευόταν. Και όταν έγραψα πριν ότι "έριχνε το επίπεδό της για να με φτάνει", το εννοούσα στο πλαίσιο τής διδασκαλίας, για την οποία είχε πάθος. Αγωνιζόταν να μεταδίδει τήν γνώση της, να σώσει κάπως, ακόμα και αυτούς που ενδιαφέρονταν μόνο για πασαλείμματα.
Και βέβαια, είναι μοναχικός ο δρόμος ενός τέτοιου ανθρώπου - που παραμένει άνθρωπος ενώ οι άλλοι γύρω του ρινοκερεύουν, αργά ή γρήγορα.
Όταν πια έφυγα από την Θεσσαλονίκη και αποστασιοποιήθηκα, κατάλαβα ότι η Αναστασία ήταν έφηβη και θα έμενε έτσι: ακέραιη και αθώα με θέληση να φτιάχνει όμορφο τον κόσμο. Όχι χωρίς επίγνωση τής κακίας και τής μετριότητας αλλά με συνειδητή απορριψή τους και οργανική αδυναμία να τις ενστερνιστεί η ίδια έστω και λίγο.
Περισσότερο από όλα, η Αναστασία αγαπούσε να είναι πολιτισμένη. Αγαπούσε να είναι ευγενής και σεμνή.
Τις προάλλες καθώς διάβαζα άλλα αφιερώματα για εκείνη, θυμήθηκα τον γλάρο Ιωανάθαν:
«Για λίγες μέρες [ο Iωνάθαν] προσπάθησε να φερθεί όπως οι άλλοι γλάροι· προσπάθησε στα αλήθεια, κρώζοντας και πολεμώντας με το σμήνος γύρω στις αποβάθρες και τις ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σε αποκόμματα ψάρι και ψωμί. Κι όμως δεν τα κατάφερνε. Δεν έχει κανένα νόημα, σκέφτηκε, αφήνοντας σκόπιμα να πέσει, αφού την κέρδισε με χίλιους κόπους, μια αντσούγια σε έναν πεινασμένο γερογλάρο που τον κυνηγούσε. Θα μπορούσα να ασχοληθώ όλο αυτό το διάστημα μαθαίνοντας να πετάω. Έχει τόσα να μάθει κανείς! Και πολύ σύντομα ο Ιωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στα ανοιχτά, πεινασμένος, ευτυχισμένος, μαθαίνοντας.»
Richard Bach
Η Ιωνάθαν πέθανε αυτή τη φορά από καλπάζοντα καρκίνο. Μπήκε στο νοσοκομείο τον Δεκέμβριο τού 2008 και σε δύο μήνες υπέκυψε.
Γεια σου Αναστασία!
Ευχαριστώ την μητέρα της - δυνατή γυναίκα - που μάς προσκάλεσε φέτος στο μνημόσυνο.
Ευχαριστώ τον αδερφό της, Βασίλη, που μού μίλησε και μού έδωσε στοιχεία και το βιογραφικό της.
Εύχομαι σε όλους, που άφησε πίσω της και νοιαζόταν για αυτούς, να είναι καλά!
Διαβάστε αν θέλετε το αφιέρωμα που έγραψε η Βασιλική Ν. στο blog της, πέρσυσι:
http://animusanimus.blogspot.com/2009/02/1953-2009.html
Και αν βάλετε "Αναστασία Κουμπάκη" σε κάποιο ψαχτήρι θα ανακαλύψετε αρκετά ακόμα.