Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
Ρομπότεν με μπότεν
Από τότε που ήλθαν οι Μπότεν,
όλα έγιναν φερμπότεν,
το ψωμί μας είν’ μπομπότεν
κι’ εμείς γίναμε ρομπότεν...
Αχ, ως μπότεν;...
Το παραπάνω πεντάστιχο το συνάντησα πρώτη φορά στο βιβλίο «Ανθολογημένα ανέκδοτα και χιούμορ» (Εκδόσεις Δημητρίου Δαρεμά, Αθήναι, 1962). Πριν από αυτό, το βιβλίο εξηγούσε:
«Οι πίκρες και τα βάσανα τής κατοχής δεν στερέψανε το χιούμορ των Ελλήνων. Και έτσι ένα πρωί οι Αθηναίοι διάβασαν γραμμένο σ’ ένα τοίχο:»...
Αμυδρά έχω την εντύπωση ότι ξανάκουσα για το ποιηματάκι από διαφορετική πηγή, κάπου στη δεκαετία τού ’90. Έτσι και αλλιώς είναι χαρακτηριστικό, το είχα απομνημονεύσει και κατά καιρούς το ανακαλούσα.
Τώρα που αναπτύχθηκε το Internet – και ότι θες και δεν θες βρίσκεις μέσα... – το αναζήτησα. Βρήκα δυο –τρεις παρόμοιες αναφορές. Ποτέ και πουθενά όμως δεν αναφέρονταν περισσότερες λεπτομέρειες. Πότε ακριβώς γράφτηκε, σε ποια συνοικία, κάποια φωτογραφία του ή πολύ περισσότερο, αν μετά την Κατοχή διεκδίκησε κάποιος την πατρότητά του. Αναρωτιέμαι σήμερα για την αυθεντικότητα τού ποιήματος.
Όπως ίσως και εσείς σκεφτήκατε, η λέξη που κυρίως το κάνει «ύποπο», είναι η λέξη «ρομπότεν». Πόσο γνωστή ήταν η έννοια τού ρομπότ και η κουλτούρα της στην Αθήνα έως τον Οκτώβρη τού ’44, οπότε η πόλη απελευθερώθηκε; Robota στα τσέχικα σημαίνει «εργάτης» και την λέξη χρησιμοποίησαν πρώτη φορά οι αδερφοί Josef και Karel Čapek το 1921 για να δηλώσουν ένα μηχανικό ανθρωποειδές στην ταινία τους «Rossum's Universal Robots». Τα επόμενα 23 χρόνια, παρότι γυρίστηκαν αρκετές ταινίες και γράφηκαν αρκετά βιβλία φαντασίας που περιελάμβαναν μηχανικούς «ανθρώπους», σπάνια χρησιμοποιούσαν για αυτούς τη λέξη ρομπότ (βλ. εδώ). Ακόμα περισσότερο αμφιβάλλω αν τα βιβλία μεταφράστηκαν στα ελληνικά έως τον Οκτώβριο τού ’44 και αν οι ταινίες παίχτηκαν ολοσδιόλου στην Ελλάδα. Η μεγάλη έκρηξη στον τομέα έγινε το 1941, όταν ο Ισαάκ Ασίμωφ διατύπωσε τους τρεις νόμους τής Ρομποτικής και άρχισε να γράφει τα ρομποτικά του διηγήματα. Στα ελληνικά όμως μεταφράστηκαν πολύ αργότερα.
Η επόμενή μου κίνηση ήταν να το ψάξω... εκτός Internet.
Σε φωτογραφικές συλλογές και εκθέσεις δεν έχω δει φωτογραφία τού συνθήματος. Βέβαια, λίγα τέτοια ντοκουμέντα υπάρχουν, εξ αιτίας τής επικινδυνότητας αυτής τής φωτογράφησης. Άλλωστε αν υπήρχε φωτογραφία τοίχου με ένα τόσο «χαρωπό» αντιγερμανικό σύνθημα, θα ήταν διάσημη.
Ρώτησα συγγενείς μου που είχαν ζήσει ως παιδιά ή έφηβοι στην κατεχόμενη Αθήνα, πότε πρωτάκουσαν τη λέξη ρομπότ. Το νωρίτερο που μπορούσαν να προσδιορίσουν ήταν η δεκαετία τού ’60. Όμως το βιβλίο που πρωτανέφερα εκδόθηκε το ’62. Ακόμα και αν η ιστορία για το ποιηματάκι είναι φτιαχτή, το βιβλίο απευθυνόταν σε αναγνώστες εξοικιωμένους με την έννοια τού ρομπότ. Πρόκειται άλλωστε για βιβλίο «λαϊκής» κατανάλωσης. Άρα η έννοια θα πρέπει να έφτασε στο αθηναϊκό κοινό τουλάχιστον μέσα στη δεκαετία τού ’50. Ή μήπως έφτασε κάπου το ’60 αλλά έκανε πάταγο και διαδόθηκε τάχιστα; Όπως και να ‘ναι, φαίνεται ότι οι συγγενείς μου θυμούνται λάθος ή αργούσαν να μάθουν τους νεωτερισμούς.
Τους ρώτησα για το συγκεκριμένο πεντάστιχο. «Ούτε καν...», μού απάντησαν.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος που διέμενε στην Αθήνα στην Κατοχή, να έχει επαφή με την αλλοδαπή και να είχε μάθει τη λέξη ρομπότ. Αλλά να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να γράψει ένα σύνθημα, το οποίο θα ήταν ημιακατανόητο στον πολύ κόσμο (μάλλον: στη συντριπτική πλειοψηφία τού κόσμου), είναι πολύ απίθανο.
Το δεύτερο γεγονός που κάνει απίθανη την χρήση τού τετράστιχου ως σύνθημα είναι το μέγεθός του. Οι άνθρωποι που έγραφαν τα αντικατοχικά συνθήματα ήταν πάντα βιαστικοί. Η κυκλοφορία τη νύχτα απαγορευόταν, οι Γερμανοι έκαναν περιπολίες και υπήρχε πάντα ο φόβος να τους δει και αναγνωρίσει κάποιος προδότης. Τα συνθήματα ήταν λακωνικά: «Έξω οι Γερμανοί», «Ελευθερία»...
Το τρίτο που δεν ταιριάζει είναι η ίδια η σκωπτικότητα τού πεντάστιχου. Όταν οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα και οι Έλληνες τους απώθησαν, έγιναν γιορτές και πανηγύρια - τουλάχιστον στα αστικά κέντρα – με αποκορύφωμα, ίσως, τις θεατρικές παραστάσεις τής Βέμπο και τα διασκευασμένα πολεμικά τραγούδια. Αφότου όμως μπήκαν οι Γερμανοί και κυρίως μετά τον χειμώνα τού ’41, όπου οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και το κρύο, το γέλιο κόπηκε. Ακόμα και αν δεκτούμε ότι υπήρχε κάποιος πεινασμένος αλλά αθεράπευτα πνευματώδης στιχοπλόκος, θα αποφάσιζε να απευθυνθεί στους ημιεξοντωμένους συμπολίτες του με ένα χιουμοριστικό ποιηματάκι;
Το βιβλίο που σάς ανέφερα είναι μία πλούσια συλλογή (περίπου 460 σελίδες) από μικρά κείμενα κωμικογράφων τού παλιού καιρού, Ελλήνων (Ψαθάς, Παπαδούκας, Σταμ, Κονδυλάκης, ...) και ξένων (Τουαίην, ντε Κομπρά...), ιστορικά «ανέκδοτα», απλά ανέκδοτα, κείμενα λαϊκής σοφίας και σοφίσματα καθώς και από γελοιογραφίες (σχεδόν όλες ανυπόγραφες). Περίπου στο πνεύμα τού περιοδικού «Τραστ τού γέλιου» (πόσοι το θυμάστε;) αλλά πιο προσεγμένο. Υποθέτω ότι οι εκδότες δεν θα έλεγχαν εξωνυχιστικά την αυθεντικότητα των «ιστορικών» κειμένων που συνέλλεξαν.
Το ποιηματάκι είναι πολύ εμπνευσμένο, αλλά εγώ έχω την υποψία ότι γράφτηκε αρκετά χρόνια μετά την Κατοχή και ακόμα περισσότερο ότι δεν γράφτηκε ως σύνθημα σε τοίχο.
Οπωσδήποτε το μήνυμά του είναι υπαρκτό:
Τα «μπότεν» και τα φερμπότεν πρέπει να είναι φερμπότεν.
Οι άνθρωποι και όλα τα ζωντανά δεν πρέπει ποτέ να γίνονται ρομπότεν.
Το καλαμποκόψωμο (το μπομπότεν) εμένα μού αρέσει, αλλά είναι μέσα στα καθήκοντά μας να φροντίζουμε από το τραπέζι κανενός να μην λείπει κανένα είδος ψωμιού.
Είθε!
Αν κάτι γνωρίζετε για το πεντάστιχο, γράψτε το, παρακαλώ, στα σχόλια. Και γράψτε φυσικά ούτως ή άλλως!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
8 σχόλια:
«Τραστ τού γέλιου» (πόσοι το θυμάστε;)
Γράψε μία!
Εξαιρετική η έρευνα αγαπητέ μου - πώς φαίνεται ο επιστήμων, τσ, τσ, τσ!
Το ποιηματάκι δεν το ξέρω, αλλά τείνω να συμφωνήσω με τα συμπεράσματά σου. Αν δεν υπάρχουν αδιάσειστα τεκμήρια απάτης, υπάρχουν ωστόσο πολύ ισχυρές ενδείξεις. Αναρωτιέμαι μόνο ποιος να είναι ο αυτουργός - αν είναι ο συγγραφέας του βιβλίου, ή κάποιος άλλος που του μετέφερε την ιστορία.
Γιατί άραγε εμείς οι άνθρωποι έχουμε τόση ανάγκη να τρέφουμε μύθους;
@ Αόρατη Μελάνη
"Γιατί άραγε εμείς οι άνθρωποι έχουμε τόση ανάγκη να τρέφουμε μύθους;"
Φταίει που στην παλαιολιθική εποχή δεν είχαν ηλεκτρικό και TV και nintendo αλλά είχαν ομιλία και όταν έπεφτε η νυξ αντί να κάνουν σεξ, κάθονταν γύρω από τη φωτιά - κατάκοποι άνθρωποι - και λέγαν ιστορίες: "Εγώ σήμερα σκότωσα ένα μαμούθ τόοοοσο μεγάλο", "εγώ σήμερα κυνήγησα έναν δεινόσαυρο", "εγώ εφήυρα τις τεράγωνες ρόδες" κ.λπ.. Προκειμένου λοιπόν ΟΛΟΙ να είναι ευχαριστημένοι, όλοι καμώνονταν πως πίστευαν όλους τους άλλους.
Ε, πόσο νομίζετε ότι θέλει ο άνθρωπος για να εθιστεί;
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
[Ευτυχώς που είμαι επιστήμονας και σας λύνω τις απορίες!]
Idom
«Κύριε Idom,
Μετά λύπης μου βλέπω ότι αμφισβητείτε την αυθεντικότητα του τετραστίχου που ο πατέρας μου, θερμός αντιναζιστής και λάτρης του ελληνικού πνεύματος είχε γράψει στους τοίχους της Αθήνας.
Ονομάζομαι Κλάους Γιαννακόπουλος και είμαι καρπός του απαγορευμένου μεν αλλά φλογερού έρωτα του Βέρνερ Κοστίτσα – μηχανικού της Λουντβάφε Σουδητικής καταγωγής και της Στέλλας Γιαννακοπούλου εκ Περαίας Θεσσαλονίκης. Η μητέρα μου την εποχή εκείνη εξασκούσε το αντιδημοφιλές μεν αλλά αναγκαίο επάγγελμα που δεν επιθυμώ να κατονομάσω, το οποίο της εξασφάλιζε στοιχειωδώς τα προς το ζην. Είχε βέβαια αποξενωθεί από την οικογένειά της, όχι τόσο λόγω του επαγγέλματος, όσο γιατί είχε τολμήσει να έχει πελάτες από τον στρατό της κατοχής, πράγμα που σε εκείνη μεν παρείχε περισσότερα προνόμια φαινομενικά, την ανάγκασε όμως να μετακομίσει από την Θεσσαλονίκη όπου ήταν πασίγνωστη στην Αθήνα για να κάνει μια καινούργια αρχή μια και είχε δεχτεί απειλές για τη σωματική της ακεραιότητα από τα ξαδέλφια της που είχαν βγει στο βουνό και θεωρούσαν ότι η Στέλλα ήταν ντροπή για την οικογένεια. Ένας μάλιστα από αυτούς την είχε απειλήσει φωνάζοντας «Στέλλα κρατάω μαχαίρι» που και αυτό όπως και το τετράστιχο Μπότεν – ρομπότεν έγινε αντικείμενο λογοκλοπής μια και χρησιμοποιήθηκε σε γνωστή ταινία χωρίς να μπορεί η οικογένειά μου να διεκδικήσει τα πνευματικά δικαιώματα.
Ας επιστρέψουμε όμως στο προκείμενο. Ο Βέρνερ Κοστίτσα, πριν την κήρυξη του πολέμου – οπότε και επιστρατεύτηκε στο Γερμανικό στρατό - ήταν μηχανικός στο εργοστάσιο κατασκευής γερανών στο Ανόβερο και είχε τελειοποιήσει την κίνηση του βραχίονα με τις πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές της ρομποτικής. ΄Ηταν επίσης λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού και απάγγελλε ΄Ομηρο από το πρωτότυπο. Με χαρά έμαθε ότι θα ερχόταν στην Ελλάδα που θεωρούσε φιλική χώρα και θαύμαζε τον πολιτισμό της. Τα γνωρίζω αυτά γιατί μου τα διηγήθηκε η μητέρα μου με την οποία είχαν συνάψει σχέσεις των οποίων η μητέρα μου είναι βεβαία ότι καρπός είμαι εγώ. Μπομπότα της προμήθευε από τα συσσίτια του στρατοπέδου του και της είχε μιλήσει για τα ρομπότ – γερανούς που είχε κατασκευάσει καθώς επίσης και για το ότι έλπιζε να τελειώσει ο πόλεμος και να εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα, την πατρίδα των ρομπότ μια και ο πρώτος διδάξας ήταν ο θεός ¨Ήφαιστος με τα αυτόματά του και φυσικά και ο Δαίδαλος με την πρώτη (ανεπιτυχή βέβαια) πτητική μηχανή. Ήταν φυσικά αντιναζιστής και υπέρμαχος της δημοκρατίας αλλά όπως καταλαβαίνετε ήταν Σουδίτης – δηλαδή σχεδόν Γερμανός στρατιωτικός – και το να αποκαλύψει τις απόψεις του θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του.
Όταν η μητέρα μου εγκατέλειψε νύχτα τη Θεσσαλονίκη την αναζήτησε παντού αλλά δεν μπορούσε να την βρει. Μια πονόψυχη συνάδελφός της του αποκάλυψε το μυστικό και την αιτία της φυγής, χωρίς να μπορεί φυσικά να ξέρει τον τόπο διαμονής της στην Αθήνα. Ο δύστυχος Βέρνερ ζήτησε μετάθεση και κατέβητε στην Αθήνα. Έψαχνε τη Στέλλα από σπίτι σε σπίτι – καταλαβαίνετε τι εννοώ – αλλ΄εις μάτην. Άφαντη. Τότε κατέφυγε στο τελευταίο τέχνασμα. Έγραψε το τετράστιχο στους τοίχους για να κάνει γνωστή την παρουσία του και να τον αναζητήσει η Στέλλα στα γραφεία της Λουντβάφε. Ήταν πολύ ερωτευμένος για να τον απασχολεί αν το σύνθημα ήταν μεγάλο σε μήκος. Το διακινδύνευσε.
Η μητέρα μου είδε το σύνθημα αλλά φοβούμενη τους σπιούνους που είχαν βάλει τα ξαδέλφια της δεν τόλμησε να δώσει σημεία ζωής. Έτσι γεννήθηκα χωρίς να γνωρίσω τον υπέροχο Βέρνερ Κοστιτσα, τον πατέρα μου.
Αυτά λοιπόν εις αποκατάστασιν της αλήθειας,
Μετά τιμής
Κλάους Γιαννακόπουλος»
Για την αντιγραφή Π.Χ.
Ω Θεέ μου!
Απίστευτα πράγματα.
ΤΑ ΞΕΡΕΙ Ο ΦΩΣΚΟΛΟΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;;;
Λουντβάφε; Ενδιαφέρον. Έψαξα για το όνομα αλλά δεν βρήκα άκρη. Αποκαλούσαν έτσι οι Σουδήτες την Λουφτβάφε;
Ο πατέρας σας ζήτησε και πήρε μετάθεση να έρθει στην Αθήνα (!) και μετά περίμενε ότι η αγαπημένη του θα ερχόταν να τον βρει στα "γραφεία τής Λουντβάφε" (!) ;
Πολύ απλοϊκή κυλούσε η ζωή για τον πατέρα σας!
Ούτε Ελβετογερμανός να ήταν...
Κατ' αρχήν η καημένη η κοπέλα θα φοβόταν μην υποτροπιάσει και πιάσει πάλι πελάτες κατακτητές.
Και μετά τον πόλεμο τι έκαναν αμφότεροι;
Η κωδικοποιημένη επιστολή στον τοίχο μού θυμίζει το "Τέλος τής Αιωνιότητας" τού Ασίμωφ, όπου ένας αποκλεισμένος χρονοταξιδιώτης στην εποχή του 1930, δημοσιεύει σε ένα περιοδικό την εικόνα μίας ατομικής έκρηξης, ώστε να δουν το τεύχος στο μέλλον, να καταλάβουν ότι είναι αυτός και να τον "ψαρέψουν".
Όπως και να 'ναι, πρόκειται για πεντάστιχο, όχι για τετράστιχο ή μάλλον πρόκειται για τετράστιχο + κατακλείδα.
Το ίδιο λάθος κάνω και εγώ όταν αναφέρομαι στο ποιηματάκι!
Και πού κατοικοεδρεύετε τώρα κύριε Κλάους, αν επιτρέπετε;
Idom
Υ/γ.: Πόλυ, σε ευχαριστώ για την διαμεσολάβηση.
I
Αγαπητέ Idom,
Παρατηρώ ότι ορθά παρατήρησες λάθη στην επιστολή του κ. Γιαννακόπουλου. Έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει ότι επρόκειτο να σου γράψει και να σε προετοιμάσω για να μην εκπλαγείς. Είναι ένα συμπαθέστατο γεροντάκι, που πάσχει από νόσο του Πάρκινσον και διακατέχεται από έμμονες ιδέες για το ποιος ήταν ή ποια ήταν η καταγωγή του. Μου έχει πει κατά καιρούς απίθανες ιστορίες για το παρελθόν του (Το όνομά του ελπίζω να είναι Κλάους Γιαννακόπουλος, έτσι γραφουν τα χαρτιά από τη σύνταξή του) και είναι μονίμως με ένα λαπ τοπ στα γόνατα. Μετακινείται με την αναπηρική καρέκλα του και φωνάζει όλο χαρά κάθε που βλέπει κάτι που του αρέσει στο διαδίκτυο. Η μπλογκόσφαιρα ήταν για αυτόν μια σωτηρία μια και αντί να γκρινιάζει και να τσακώνεται με τους άλλους θαμώνες του γηροκομείου, πλοηγείται και αρκετές φορές συμμετέχει σε συζητήσεις αναρτώντας σχόλια με διαφορετικά ονόματα – του τα αναρτώ εγώ φυσικά. Έχουμε δηλαδή μια περίπτωση πολλαπλών ταυτοτήτων, όπως καληώρα οι ετερώνυμοι του Πεσσόα. Κατά καιρούς ισχυρίζεται ότι ήταν γιος του Κόρτο Μαλτέζε, άλλοτε ότι ο πατέρας του ήταν υπασπιστής του Λώρενς της Αραβίας, άλλοτε ότι ο ίδιος υπήρξε εραστής της Ουμ Καλσούμ, ισχυρισμούς που δεν επιθυμώ να αμφισβητήσω παρά το ότι οι διηγήσεις του περιέχουν αντιφάσεις μεταξύ τους και φυσικά είναι αδύνατον να έχουν συμβεί όλες γιατί η μια αποκλείει την άλλη.
Ελπίζω να λέει αλήθεια ότι δούλευε στη Λουφτχάνσα μια και από εκεί έρχεται κάθε μήνα μια επιπλέον επιταγή με την οποία συμπληρώνει τη σύνταξή του, αλλά μπορεί να ήταν ιπτάμενος συνοδός ή απλά μάγειρας στο κέητερινγκ και όχι πιλότος όπως ισχυρίζεται (ενίοτε). Τι να σου πω. Δεν θέλω να δικαιολογήσω το λάθος Λουντβάφε αντί για Λουφτβάφε και να το αποδώσω στην αδεξιότητα της Πάρκινσον γιατί του διαβάζω τις επιστολές που του πληκτρολογώ πριν τις στείλουμε. Εγώ πρέπει να είχα κάποιο κόλλημα με ένα ποταμό Λουντ που είναι στην Αγγλία. Ίσως να προέρχεται από ένα άρθρο που διάβασα για τους Λουδίτες αυτούς που κατέστρεφαν τις μηχανές. Συχνά τον παίρνει ο ύπνος την ώρα της ανάγνωσης και μένει εκεί στην καρέκλα του από όπου δεν κατεβαίνει ποτέ για να ξαπλώσει.
Τώρα μάλιστα που σου γράφω, τον έχει πάρει πάλι στην αναπηρική πολυθρόνα. Η νοσηλεύτρια που τον προσέχει μου είπε ότι όλη τη νύχτα ήταν άυπνος και το βράδυ δεν ήθελε να φάει αν δεν του φέρνανε μπομπότα αντί για ψωμί.
Αυτά λοιπόν και ευχαριστούμε για τη φιλοξενία.
" Ελπίζω να λέει αλήθεια ότι δούλευε στη Λουφτχάνσα... "
Πόλυ, τελικά στην Λουντβάφε, στην Λουφτβάφε ή στην Λουφτχάνσα εργαζόταν ο Herr Klaus;
Γενικά μού φαίνεται ότι δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστος μάρτυρας...
Αν βρεις λοιπόν και κάποια άλλη πηγή για το ποίημα θα με υποχρεώσεις!
Idom
Ο Βέρνερ, ο πατέρας στην Λουφτβάφε, είπαμε. Το Λουντβαφε ήταν παραδρομή δική μου.
Ο Κλάους λέει - και μάλλον έχει δίκιο - στη Λουφτχάνσα.
Ο Κλάους είναι ο γιος που μεγάλωσε στην Ελλάδα.
Α ναι!
Είδες, μπερδέυτηκα και εγώ με τόση πληροφορία! :-)))
Idom
Δημοσίευση σχολίου