[ ... συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση. ]
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Πάντως τόσα είπαμε αλλά ακόμα δεν είμαστε σίγουροι, αν σήμερα μας αγαπάνε οι άνθρωποι απ’ την καρδιά τους ή επειδή το διδάχτηκαν από τους πατεράδες τους ή μόνο από καθαρό συμφέρον.
ΔΙΑΣ: Το είπαμε, Αφροδίτη. Η ψυχή τους είναι φτιαγμένη να μας αναζητά. Με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τον πολιτισμό που ζουν, αλλά πάντα σε εμάς στρέφονται. Ακόμα και ο Ευριπίδης. Χρόνια ολόκληρα δεν εύρισκε τέλος στις τραγωδίες που έγραφε. Στο τέλος επινόησε τον από μηχανής θεό για να μπορεί να δίνει κάθαρση στα βάσανα των ηρώων του.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αυτή, πράγματι, είναι καλή απόδειξη ότι οι βροτοί μάς έχουν ανάγκη. Ούτε τα παραμύθια τους μπορούν να τελειώσουν χωρίς εμάς.
ΕΡΜΗΣ: Εδώ που τα λέμε, όλοι οι δραματουργοί το υιοθέτησαν.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Και εγώ, αυτό τον καιρό σκεπτόμουν να φτιάξω μία συσκευή που θα εμφάνιζε…
ΔΙΑΣ και ΗΡΑ: Πάψε Ήφαιστε!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Κι όμως είναι λίγο τολμηρό εκ μέρους των βροτών να προβλέπουν ποια θα ήταν η δική μας επέμβαση στα έργα που γράφουνε…
ΔΗΜΗΤΡΑ: Όσο δεν απομακρύνονται από τις επίσημες διδαχές μας…
ΑΡΗΣ: Φταίει που στην πραγματικότητα, έχουμε αραιώσει τόσο πολύ τις εμφανίσεις μας. Τους λείπουμε!
ΕΡΜΗΣ: Άρα είναι διπλά χρήσιμο. Οι βροτοί συντηρούν την ιδέα τής ζωντανής επέμβασής μας, ενώ εμείς πια δεν επεμβαίνουμε έτσι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Τι λες εσύ Αθηνά;
ΑΘΗΝΑ: Το ένα μάς βρομάει, το άλλο μάς ξινίζει… (Σηκώνει τα χέρια δείχνοντας ότι δεν έχει τι άλλο να πει.)
ΕΡΜΗΣ: Έχω μια καταπληκτική ιδέα! Γιατί δεν φωνάζουμε έναν από μηχανής άνθρωπο να λύσουμε τις απορίες μας;!
ΑΡΗΣ: Δηλαδή;
ΕΡΜΗΣ: Να, να ανεβάσει εδώ έναν άνθρωπο, ο Δίας και να τον ρωτήσουμε διάφορα πράγματα…
ΗΡΑ: Έλα Ερμή, σοβαρέψου!
ΕΣΤΙΑ: Έναν άνθρωπο εδώ; Στη σάλα συνεστίασης των θεών;!
ΕΡΜΗΣ: Ε, ναι! Θα τον ανεβάσουμε κοιμισμένο και μετά δεν θα θυμάται τίποτε…
ΔΙΑΣ: Χμμ…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ακόμα κι αν το κάναμε, αυτός θα είναι μόνο ένας άνθρωπος… Ποιος σου λέει ότι οι υπόλοιποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μπορούμε καλύτερα να ζητήσουμε στους κατά τόπους ιερείς μας, να κάνουν δημοσκοπήσεις σε αντιπροσωπευτικά δείγματα βροτών.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Στους ιερείς όμως, οι άπιστοι μπορεί να λένε ψέματα, χωρίς εκείνοι να μπορούν να το ελέγξουν.
ΔΙΑΣ: Χμμ, χμμ…
ΕΡΜΗΣ: Ω, ελάτε τώρα. Θέλουμε ή δεν θέλουμε μία μαρτυρία από πρώτο χέρι;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Καλέ, γούστο θα ‘χει! Ελάτε να το κάνουμε…
ΗΡΑ: Έτσι κι αλλιώς είναι αργά για σήμερα…
ΑΡΤΕΜΗ: Μετά για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα θυμάται τίποτε ο βροτός, μπορούμε να τον σκοτώσουμε.
ΔΗΜΗΤΡΑ: (Στην Άρτεμη) οι άνθρωποι στους από μηχανής θεούς τους, φέρονται με περίσσιο σεβασμό.
ΑΡΤΕΜΗ: (Τσιρίζει) αυτό δα έλειπε…
ΔΙΑΣ: Χμμ, χμμ, χμμ…
ΑΡΗΣ: Εγώ είμαι μέσα!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και τι θα τον ρωτήσουμε;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αυτά που λέγαμε… Αν μας αγαπάνε οι άνθρωποι, τι νιώθουν για εμάς, αν είναι αποφασισμένοι να διαδώσουν τη λατρεία μας, πόσο τους συγκινούν τα κηρύγματα των αλλόθρησκων…
ΗΡΑ: Μα είναι ατιμωτικά, όλα αυτά για μας, ω θεοί! Δεν το βλέπετε;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ε ναι, είναι λίγο, Φούλα, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι πελάτες μας. Και τον πελάτη πρέπει να τον έχεις από κοντά.
ΔΙΑΣ: Έλα, Ποσειδώνα. Άσε και εσύ τα κυνικά! Είμαστε οι αφέντες των θνητών και έτσι οφείλουν να μας αναγνωρίζουν. Στην πράξη τώρα: κανονικά δεν θα συμφωνούσα με την ιδέα τού Ερμή και θα σας έλεγα – όπως και σας λέω – να ξαμοληθείτε και να ενδοσκοπήσετε στην καρδιά και στο πνεύμα πολλών ανθρώπων και μετά να συζητήσουμε όλα όσα ακούσαμε. Όμως τώρα που είμαστε όλοι μαζεμένοι – πράγμα ακριβοθώρητο – είναι ενδιαφέρον να το δοκιμάσουμε, για να έχουμε μία κοινή εικόνα και να μη λέει ο καθένας μετά τα δικά του.
ΗΡΑ: (Μουρμουρίζει) αχ, βρε Ζήνο.
ΔΙΑΣ: Λοιπόν… (Κροταλίζει τα δάκτυλα στον αέρα.)
ΑΘΗΝΑ: Και ποιον θα φέρουμε στον Όλυμπο;
ΔΙΑΣ: Θα βρούμε κάποιον κοιμισμένο. Έναν απλό άνθρωπο, ελεύθερο, όχι πλούσιο, από ελληνική πόλη…
Μπαίνει ο διαβιβαστής.
ΔΙΑΣ: Διαβιβαστή, κάλεσε τον Ύπνο, το Μορφέα και έναν Ωτακουστή. Και έλα και εσύ μαζί τους.
Ο διαβιβαστής υποκλίνεται και βγαίνει.
ΑΡΗΣ: Τέλεια!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Α, τι καλά. (Βγάζει το καθρεφτάκι της και αρχίζει να φτιάχνεται.)
Αμήχανη αναμονή.
ΑΡΤΕΜΗ: (Στον Απόλλωνα) πώς σου φαίνεται τώρα αυτό, Απόλλωνα;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αναρωτιέμαι τι θα βγει… Μάλλον τίποτα.
ΕΣΤΙΑ: (Μόνη της) ελπίζω να είναι καθαρός ο άνθρωπος και να μην λερώσει εδώ μέσα… Τς, τς, τς.
Ο Δίας κτυπάει τα δάκτυλα προς την κουζίνα. Έρχεται ένας υπηρέτης.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: (Υποκλίνεται.) Μάλιστα, μεγαλειότατε;
ΔΙΑΣ: Φέρτε ένα ελαφρύ ανάκλιντρο, εδώ στο κέντρο.
Ο υπηρέτης υποκλίνεται.
ΕΣΤΙΑ: (Μόνη της) τς, τς, τς!
ΑΡΗΣ: (Στον υπηρέτη) φέρε και μια κούπα φιστίκια!
ΗΡΑ: Όχι!
ΑΡΗΣ: Τι όχι; Αφού τελείωσαν τα άλλα.
ΗΡΑ: Είπα, όχι!
ΑΡΗΣ: Μα, μαμά…
ΗΡΑ: Σιωπή! Υπηρέτη, πήγαινε! (Ο υπηρέτης φεύγει φοβισμένος. Στον Άρη) έχεις ταράξει τα Κάσιους… Να τρως το φαγητό σου!
ΑΘΗΝΑ: (Περιπαιχτικά) μα διπλή μερίδα έφαγε…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) θα πρέπει εκτός από την τροφοδοσία μας σε μέταλλα, να συζητήσουμε και για την τροφοδοσία μας σε φιστίκια.
Η Αθηνά σπρώχνει με τρόπο, το δοχείο με τους ξηρούς καρπούς από τα δεξιά της προς το μέρος τού Άρη. Εκείνος την κοιτάει με ευγνωμοσύνη. Μπουκώνεται λίγα φιστίκια.
ΕΡΜΗΣ: Με ένα πινάκιο φιστίκια τον εξαγοράζεις αυτόν.
ΑΡΗΣ: (Μπουκωμένος, σιγά στην Αθηνά) δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε μία πρωτοβουλία εδώ μέσα…
ΑΘΗΝΑ: (Σιγά) ελευθερίες μπορείς να παίρνεις, όχι πρωτοβουλίες.
ΑΡΤΕΜΗ: (Σιγά στον Απόλλωνα) μα δεν ήταν πιο απλό, ο πατέρας να κεραυνοβολήσει τον Ευριπίδη, να τελειώνουμε μία και καλή με αυτή τη σαχλαμάρα, τον από μηχανής θεό;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Για να πείσεις πια τον μπαμπά να κεραυνοβολήσει έναν άνθρωπο… (κουνάει το χέρι του.) Και εδώ που τα λέμε, οι Έλληνες τούς χρειάζονται τους ποιητές τους… Και τους σοφούς και τους ναούς… Να δεις που και μετά από δυόμισι χιλιετίες με αυτούς θα ξελασπώνουνε. Να μου το θυμηθείς!
ΑΡΤΕΜΗ: Και με τους Ολυμπιακούς αγώνες, ε;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Α, για τους αγώνες στην Ολυμπία δεν έχω καταλάβει. Βλέπω μυστήρια οράματα σχετικά με αυτό…
Ενώ θα συνεχίζονται οι διάλογοι, από την κουζίνα μπαίνουν δύο υπηρέτες κουβαλώντας ένα ράντζο. Το στήνουν κατά μήκος στο κέντρο τής σκηνής, υποκλίνονται και φεύγουν αμίλητοι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Σιγά στον Απόλλωνα) Απόλλωνα, υπάρχει ένα θέμα που πρέπει να συζητήσουμε εμείς οι δύο.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σιγά) τι θείε μου;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Σήμερα το πρωί, οι υπηρέτες μου βρήκαν έναν κύκλωπα, νεκρό στη Σικελία. Μου είπαν ότι ένα βέλος στο στήθος του είχε τα δικά σου χρώματα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Α, όχι! Δεν τον σκότωσα με βέλος (δαγκώνεται).
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και γιατί τον σκότωσες;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Λυπάμαι αν σε στεναχώρησε η απώλεια τού συγκεκριμένου κύκλωπα, Ποσειδώνα. Όμως ξέρεις ότι με τους κύκλωπες είμαι από παλιά εχθρός.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και εσύ γνωρίζεις, ότι οι κύκλωπες – όλες οι ράτσες τους – μου είναι αγαπητοί! Ο συγκεκριμένος αμφιβάλλω αν σε προκάλεσε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: … Προκάλεσε την μήνι μίας πολύ μεγάλης θεάς… που σε περίπτωση δίκης, ξέρω ότι θα με υποστηρίξει.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και η πράξη σου έχει προκαλέσει την μήνι ενός θεού υπέρτερου τής πολύ μεγάλης θεάς, που σε περίπτωση δίκης θα κάνει τα στραβά μάτια, αλλά θα στο φυλάει για πολύ καιρό. (Ο Απόλλωνας χαμηλώνει τα μάτια του. Μικρή παύση.) Άκου αγόρι μου, έκανες μεγάλο ατόπημα, αυτή τη φορά. Πρόδωσες την αντρική αλληλεγγύη. Δέχτηκες και έγινες προσωπικός εκτελεστής μίας θεάς – έστω τής βασίλισσας τού Ολύμπου – επειδή εκείνη ζήλευε που ο άντρας της ξέσκαγε πότε –πότε. Και αυτό από το πάθος σου εναντίον των κυκλώπων. (Τον αγκαλιάζει προστατευτικά.) Στέρησες τον άντρα της από τη συντροφιά μιας Νύμφης. Και στενοχώρησες και εκείνον… και εμένα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Α, ώστε ξέρεις τι έγινε…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και βέβαια, ξέρω. Τι θαρρείς; Όλο το πρωινό μπάλωνα τις αποχετεύσεις; Ήταν σωστό αυτό;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Ντροπιασμένος) μπορώ να επανορθώσω;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Ξετυλίγει το χέρι του από τον Απόλλωνα.) Τι απέγινε η Νύμφη;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν γνωρίζω! Την ένιωσα από μακριά να τρέχει αλλά όσο την έψαξα, δεν τη βρήκα. Και μετά δεν είχα χρόνο… Υποτίθεται ότι η… Ήρα θα ασχολιόταν με αυτή.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Θα ειδοποιήσω τις θεότητες των υδάτων σε όλο το νησί να την αναζητήσουν. Όσο για ‘σένα…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Τι μπορώ να κάνω;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μην παρουσιαστείς για αρκετό καιρό σε εκείνα τα μέρη, γιατί θα τρομάξεις τη Νύμφη και θα κρυφτεί περισσότερο. Όταν τη βρούνε οι δικοί μου, θα τη φιλοξενήσω στα δικά μου παλάτια και ας αποφασίσει ο Δίας για τη συνέχεια. (Μικρή παύση.) Λοιπόν εγώ θα σου προσφέρω κάτι. Θα μιλήσω στο Δία με τέτοιο τρόπο – θα το παρουσιάσω ότι εξαναγκάστηκες να το κάνεις – έτσι ώστε όλη η οργή του για ‘σένα να εξανεμιστεί.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μπορείς να το κάνεις, θείε;! (Ο Ποσειδώνας γνέφει καταφατικά. Ο Απόλλωνας αλλάζει ύφος.) Και ποιο είναι το αντάλλαγμα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Θέλω για έναν αιώνα να σταματήσεις να τριβελίζεις τους Υπερβόρειους για να μην νιώθει απειλούμενος ο Ωκεανός.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σηκώνει τα φρύδια) αλλά εγώ…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ξέρω, ξέρω, εσύ δεν είχες τέτοιες προθέσεις. Αλλά ο Ωκεανός είναι γέρο -παράξενος και έτσι το βλέπει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μα έναν αιώνα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Οι δικοί σου εκεί σε αγαπάνε και θα συνεχίσουν και μετά από αυτό να σε αγαπάνε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αν το κάναμε 50 χρόνια;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Με 100 χρόνια, ο Ωκεανός θα καλμάρει και δεν θα πει τίποτα για τις Στήλες τού ανόητου Ηρακλή.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ίσως 60 χρόνια;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αυτό θα είναι το δώρο μου στο Δία και ελπίζω μετά από αυτό να σταματήσει τη γκρίνια για τις παράκτιες πόλεις που κτίζω.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Θα είναι μεγάλο το κέρδος σου, Ποσειδώνα. Ας κατεβάσουμε την τιμή στα 70 χρόνια.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και το δικό σου κέρδος είναι αρκετό. Διατηρείς ακόμα την εύνοια τής Ήρας.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αναρωτιέμαι πόσο μπορώ να βασίζομαι σε αυτό. 80 χρόνια είναι αρκετά για να ‘ναι ευχαριστημένος ο Ωκεανός;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έπρεπε νωρίτερα να το είχες συλλογιστεί. Κάν’ τα 90, για να είμαστε σίγουροι.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και μετά τα… 85 χρόνια, τι θα γίνει;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μετά τα… 85 χρόνια θα γκρεμίσουμε πια τις Στήλες και όλα θα είναι όπως πριν.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Σύμφωνοι, λοιπόν. (Ανταλλάσσουν χειραψία.) Και να σκεφτείς ότι όλα ξεκίνησαν από τη… μεγάλη αγάπη τού Δία για τις Νύμφες…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ανιψιέ μου, έτσι πάει ο κόσμος…
Μπαίνει ο διαβιβαστής.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα προς το Δία και στο τέλος γνέφει σε κάποιους να μπουν.)
ΔΙΑΣ: (Στους άλλους) άργησαν γιατί δυσκολεύτηκαν να ξυπνήσουν τον Ύπνο στο παλάτι του στη Λήμνο. (Γνέφει στο διαβιβαστή να περάσουν στο μπροστινό μέρος τής σκηνής.)
Μπαίνουν ο ωτακουστής, ο Ύπνος και ο Μορφέας. Ο Ύπνος είναι ντυμένος στα λευκά και έχει ένα απλό ραβδί περασμένο στη ζώνη. Θα χασμουριέται συνέχεια και όλο θα δείχνει έτοιμος να κοιμηθεί. Ο Μορφέας είναι ντυμένος με παρδαλά χρώματα και σκουφάκι με κουδουνάκια. Κρατάει ένα ραβδί με κουδουνάκια. Θυμίζει αρλεκίνο. Γενικά, θα χοροπηδάει, θα γελάει κακαριστά αλλά δεν θα μιλάει πολύ.
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Χοροπηδάει και υποκλίνεται) καλή εσπέρα σε όλους μεγάλοι θεοί!
ΜΕΡΙΚΟΙ ΘΕΟΙ: Χαίρε Μορφέα!
ΥΠΝΟΣ: (Τους μισοκοιτάει,πάει κάτι να πει, χασμουριέται έντονα, χαμογελάει.)
ΘΕΟΙ: (Χασμουριούνται με τον ίδιο τρόπο.)
ΔΙΑΣ: Καλώς ήρθατε. Σας χρειάζομαι. (Στο αναμεταξύ, οι τέσσερεις προχωράνε στο μπροστινό μέρος τής σκηνής.) Ύπνε, Μορφέα! Θέλετε να δροσιστείτε με κάτι;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Ποτέ σε ώρα υπηρεσίας, ω Δία. (Κάνει παντομίμα ότι πίνει.)
ΥΠΝΟΣ: (Χασμουριέται.)
ΔΙΑΣ: Λοιπόν, θέλω να ανεβάσετε έναν άνθρωπο κοιμισμένο από τη γη και θέλω να τον κρατήσετε κοιμισμένο. Εμείς θα τού κάνουμε κάποιες ερωτήσεις – ερωτήσεις σχετικά με θεούς και ανθρώπους που κανονικά θα τρόμαζαν οποιονδήποτε θνητό. Εσείς πρέπει να φροντίσετε, ώστε μέσα στον ύπνο του, ο άνθρωπος να μην φοβηθεί και να απαντάει με ειλικρίνεια.
ΜΟΡΦΕΑΣ: Πανεύκολο, ω Δία. Έχω ήδη έτοιμο τέτοιο όνειρο.
ΗΡΑ: Και γιατί έχεις;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Είναι η δουλειά μου αυτή, θεϊκή Ήρα. Σχεδιάζω όνειρα, ατελείωτα όνειρα, που τα περισσότερα δεν θα τα ονειρευτεί ποτέ κανείς.
ΥΠΝΟΣ: (Χασμουριέται) ειδικότητα τού γιου μου. (Γέρνει το κεφάλι και αρχίζει να μισοκοιμάται όρθιος.)
ΔΙΑΣ: Εμπρός λοιπόν. Ας αρχίσουμε. Θα ανεβάσουμε τον θνητό από το πηγάδι των επικλίσεων. (Ο ωτακουστής κοιτάει το πηγάδι και ξύνει το κεφάλι του.) Ωτακουστή, άνοιξε το πηγάδι.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Μάλιστα, αφέντη.
Ο ωτακουστής με το διαβιβαστή ανοίγουν το πηγάδι. Ο Μορφέας πλησιάζει και κοιτάει.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα προς το Δία.)
ΔΙΑΣ: Δεν είναι συγκεκριμένος ο άνθρωπος που θέλουμε να ανεβάσουμε. Ας μας πει ο ωτακουστής, τους υποψήφιους που βλέπει και θα αποφασίσουμε.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Επιθυμείς να αναζητήσω τον άνθρωπο ανάμεσα στους βασιλείς, κύριέ μου; Αυτή την ώρα κοιμούνται πολλοί από αυτούς.
ΔΙΑΣ: Όχι, όχι.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Ανάμεσα στην τάξη των ανώτερων ιερέων; Μήπως ανάμεσα στους αριστοκράτες;
ΔΙΑΣ: Όχι, ούτε. Θέλω έναν απλό άντρα, στη μέση τού βίου του, ελεύθερο, από κεντρική ελληνική πόλη, με οικογένεια, όχι πλούσιο – ούτε φτωχό – σχετικά υγιή…
Ο Ύπνος που όλη αυτή την ώρα τραμπαλίζεται καθώς κοιμάται, πέφτει τελικά προς τα πίσω στο ράντζο.
ΥΠΝΟΣ: (Μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο και συνεχίζει να κοιμάται.)
ΔΙΑΣ: Αυτά!
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Μάλιστα, δεσπότη!
Ο ωτακουστής ψάχνει. Οι θεοί σιγομουρμουρίζουν. Ο Μορφέας με δύο πηδήματα φτάνει τον Ύπνο και τον αγγίζει με το ραβδί του. Εκείνος αρχίζει να στριφογυρίζει χαρούμενος, γελά μέσα στον ύπνο του και που και που σηκώνει ένα χέρι ή πόδι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ποιος θα κάνει τις ερωτήσεις;
ΔΙΑΣ: Ερμή, θέλεις να αναλάβεις εσύ, που ήταν δική σου η ιδέα;
ΕΡΜΗΣ: Νομίζω πως οφείλω να παραδώσω το δικαίωμα στον Απόλλωνα που είναι πιο πολύπειρος από μένα…
ΔΙΑΣ: (Κοιτάει υποψιασμένος τον Ερμή. Στρέφεται στον Απόλλωνα.) Απόλλωνα;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ναι, γιατί όχι; Όμως μήπως θα ήθελες να εκτελέσεις εσύ, αυτό το έργο, Δία;
ΔΙΑΣ: Όχι. Προτιμώ να παρακολουθώ αυτή τη φορά.
ΑΘΗΝΑ: (Σιγά στον Ερμή) τι σκαρφίστηκες πάλι;
Ο Ερμής χαμογελάει.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Ω, Δία! Βρήκα έναν ακριβώς με τα χαρακτηριστικά που μου ζήτησες. Επέστρεφε από την αγορά και από κόπο ενύσταξε, να κοιμηθεί εθυμήθει.
ΔΙΑΣ: Μπράβο, ανεβάστε τον!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Το νου σας, μη σας ξυπνήσει.
ΗΡΑ: Το νου σας μη δει την ανάληψη, μάτι περαστικού.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα στην Ήρα.)
ΗΡΑ: (Μουρμουρίζει) Μμ! Καλά!
ΑΡΤΕΜΗ: (Σιγά στον Απόλλωνα) αν τυχόν ξυπνήσει, πρέπει να τον κεραυνοβολήσουμε, έτσι;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Στο Δία) πατέρα, δεν στέλνεις ένα σύννεφο να καλύψει την επιχείρηση;
Η Ήρα κοιτάει τον Δία επιδοκιμάζοντας.
ΔΙΑΣ: Μην ανησυχείτε. Τα καταφέρνουν τα παιδιά (δείχνει προς τους τρεις γύρω από το πηγάδι).
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Πηγαίνει στον Ύπνο και τον τραβολογάει) ξύπνα! Ο μάγειρας δεν τρώει ποτέ από το δικό του φαϊ.
Ο Ύπνος με πολλά χασμουρητά και πολύ κουρασμένος οδηγείται προς το πηγάδι για να βοηθήσει. Αν και θα συνεργάζεται, ο Μορφέας όλο και χρειάζεται να τον σκουντάει για να μην ξανακοιμηθεί. Οι τέσσερεις βυθίζουν τα χέρια στο πηγάδι και σιγά –σιγά τραβάνε έξω έναν άνθρωπο, ολόκληρο σκεπασμένο με πέπλο. Ο άνθρωπος ροχαλίζει λίγο ή μουρμουρίζει, αλλά ο Ύπνος αγγίζοντάς τον με το ραβδί του, τον αποκοιμίζει τελείως. Κουβαλώντας όλοι μαζί, ξαπλώνουν το σώμα στο ράντζο. Μετά, ο διαβιβαστής παίρνει από το χέρι τον Ύπνο και πηγαίνουν στη δεξιά πλευρά τής σκηνής.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Έτοιμοι, ιερότατε!
ΔΙΑΣ: Ωραία. Τραβήξτε το πέπλο.
Ο ωτακουστής και ο Μορφέας σηκώνουν το πέπλο και το αφήνουν να πέσει μπροστά από το ράντζο. Ο άντρας που κοιμάται είναι μαύρος.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ: (Σκύβουν μπροστά έκπληκτοι) ε!;
ΔΙΑΣ: Τι είναι αυτός;
Ο Μορφέας πέφτει στο πάτωμα.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Ο άνθρωπος που ζήτησες, υπερουράνιε.
ΔΙΑΣ: Μα είναι μαύρος!
Η Εστία τραβάει τα μάγουλά της με τα χέρια της.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Δεν καθόρισες το χρώμα του, παμμέγιστε!
ΔΙΑΣ: Είπα, θέλω έναν Έλληνα.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Είναι Έλληνας, υπέρλαμπρε. Από τη Μύκονο τον φέραμε.
Η Ήρα μισοπροσποιείται λιποθυμία. Η Αφροδίτη την ψευτοβοηθάει. Η Ήρα βογκάει. Ο Δίας τρίβει το μέτωπό του.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έτσι δουλεύει και η μηχανή τού Ευριπίδη;
Σούσουρο μεταξύ των θεών. Ο Ύπνος αποκοιμιέται πάλι όρθιος. Όσο οι άλλοι μιλάνε, εκείνος θα γείρει με την πλάτη στον τοίχο και μετά θα αρχίσει να γλιστράει. Καταλήγει καθιστός με τα πόδια ανοικτά, την πλάτη στον τοίχο και συνεχίζει να κοιμάται.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Στη Δήμητρα) είναι οι ανταλλαγές των πληθυσμών, βλέπεις…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Έλα, Ήρα μου δεν είναι τίποτα. (Τής βρέχει το μέτωπο.)
ΗΡΑ: Θα με στείλετε στον Άδη, εσείς.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ποιος είπε ότι είναι ευεργετική, η επαφή των Αχαιών με τους άλλους λαούς;
Η Αθηνά δυσανασχετεί. Η Εστία κουνάει το κεφάλι.
ΕΡΜΗΣ: (Στην Εστία) θεία μου, οικογενειάρχης είναι και αυτός. Αυτό δεν έχει σημασία;
ΑΡΗΣ: Ω καιροί, ω ήθη!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) να φέρουμε άλλον, αδερφέ μου.
ΔΙΑΣ: Άνθρωπος είναι κι αυτός! Θα συνεχίσουμε μαζί του. Μορφέα είσαι έτοιμος;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Και βέβαια, υψηλότατε. (Ταμπουρλίζει τα πόδια του. Ανακάθεται.)
Ο ωτακουστής υποκλίνεται ελαφρά και πηγαίνει στην αριστερή πλευρά τής σκηνής. Οι θεοί ησυχάζουν. Ο Μορφέας κάθεται διπλοπόδι δίπλα στο κεφάλι τού ανθρώπου. Αρχίζει να σείει το σκήπτρο του πάνω από το κεφάλι τού ανθρώπου.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Πώς θα αρχίζει το όνειρο;
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Σταματάει. Λίγο ενοχλημένος από τη διακοπή) τα συνηθισμένα. Συναντάει έναν πεθαμένο γνωστό του που τον καθοδηγεί από ένα μυστικό πέρασμα στον Άδη. Περνάνε μέσα από τις οιμωγές τού ερέβους και φτάνουν στο Ηλύσιο πεδίο. Στην κορυφή του συναντάει έναν θεό και αρχίζουν κουβέντα – υποθέτω την αφεντιά σου, Απόλλωνα;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ναι, εμένα.
Ο Μορφέας συνεχίζει τη διαδικασία. Οι θεοί παρακολουθούν απορροφημένοι. Ο άνθρωπος στην αρχή φαίνεται να δυσφορεί, κάνει με τα χέρια κινήσεις σαν να αποδιώχνει πράγματα. Μετά ηρεμεί. Κατόπιν αρχίζει να χαμογελάει και έπειτα να γελάει. Κάποιες φορές, ο Μορφέας σείει το σκήπτρο του πιο έντονα.
ΜΟΡΦΕΑΣ: Έφτασε, ω θεοί.
ΗΡΑ: (Λυγμός.)
Ο άνθρωπος συνεχίζει να γελάει ώσπου ξεκαρδίζεται στα γέλια. Οι θεοί παρακολουθούν αμήχανοι. Ο Μορφέας μάταια προσπαθεί να τον ελέγξει. Στο τέλος τον κτυπάει στο κεφάλι με τη λαβή τού σκήπτρου του και ο άνθρωπος παραλύει.
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Χαμογελώντας προς τους θεούς, ανοίγει τα χέρια του σαν να τους προσφέρει κάτι.) Έτοιμος Απόλλωνα. Δικός σου!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σηκώνεται, ακουμπάει τα χέρια στο τραπέζι, κοιτάει δεξιά –αριστερά, ξεροβήχει. Αυστηρά) ποιος σε έπλασε, θνητέ και ποιος σε διαφεντεύει;
Ο Μορφέας πετάγεται. Ανεμίζει τα χέρια και τα δάκτυλά του σαν να προσπαθεί να εμποδίσει τη φωνή τού Απόλλωνα να φτάσει στον Άνθρωπο. Έπειτα κάνει έντονο νόημα στον Απόλλωνα να είναι πιο ήπιος.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Δυσανασχετεί, βάζει τα χέρια στη μέση του, αλλά απευθύνεται ευγενικά στον Άνθρωπο.) Καλώς όρισες, φίλε μου!
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: (Τρίβει το πονεμένο κεφάλι του) νιώθω μία ζάλη.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Μειλίχια) θα φταίει σίγουρα, η διαφορά ώρας…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πού είμαι; Και ποιος είσαι εσύ; Σαν θεός είσαι λαμπρός και όμορφος και πιο πολύ!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Κορδώνεται, μουρμουρίζει) ε, βέβαια. (Δυνατά) βάδισες στα χνάρια τού Ορφέα άνθρωπε και είσαι ακόμα ζωντανός. Εγώ είμαι ένας από τους ουράνιους θεούς. Ονόμαζέ με Φοίβο αφού αποκάλυψες ότι είμαι λαμπρός. Και εσένα; Πώς να σε φωνάζω, ενάρετε άνθρωπε;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Επιδαψηλίδης είναι το όνομά μου, ω Φοίβε θεέ.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και με τι ασχολιόσουν στη γη, Επιδαψηλίδη, πριν γίνεις ο εκλεκτός για αυτό το ταξίδι;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Είμαι κατασκευαστής και προμηθευτής ειδών λαϊκής τέχνης, σε καταστήματα με αναμνηστικά για τους ταξιδιώτες.
Όλοι οι θεοί στρέφονται στον Ερμή.
ΕΡΜΗΣ: Ε, τι με κοιτάτε; Σας είπα ότι θα ιδρύσω νέες μορφές εμπορίου…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Υποψιασμένος) δεν μου λες, Επιδαψηλίδη, μήπως κατασκευάζεις και κλεψύδρες τοίχου;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Μμ, είχα φτιάξει μία παρτίδα κάποτε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μιλάω για κάποιες με πράσινη πέτρα πάνω και κάτω και άμμο από τριμμένη ελαφρόπετρα τής Θήρας…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Α, όχι. Αυτές τις εισάγω από μία πολύ μακρινή χώρα στην ανατολή… Θες να σου βρω τέτοιες, ω Φοίβε μου;
Οι θεοί παρακολουθούν απορροφημένοι.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Είχα ήδη αγοράσει μία, άνθρωπε μου, σε ένα νησί και σε λίγο καιρό έχανε τρεις κόμπους σε κάθε βοϊδόσκοινο.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πού την είχες τοποθετήσει, Φοίβε μου;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Στη βεράντα ενός εξοχικού μου στη Δήλο.
ΔΙΑΣ: (Μουρμουρίζει) τελείωνε, Απόλλωνα!
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: (Εμπιστευτικά) αυτό φταίει. Άκου: αυτές τις κλεψύδρες δεν τις κάνουν αδιάβροχες. Όταν τις αφήνεις σε υγρασία, η τριμμένη ελαφρόπετρα Θήρας γρομπιάζει. Αν θες όμως, σου βρίσκω εγώ, κλεψύδρα φίνα. Υδατοστεγή, αεροστεγή, άθραυστη. Αντέχει 40 πήχεις μέσα στη θάλασσα!
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Μουρμουρίζει στον Απόλλωνα) πού τις βρήκε αυτές;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ποιος φτιάχνει τέτοιες κλεψύδρες, Επιδαψηλίδη;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Τις σχεδίασε ένας περίεργος Γαλάτης που του αρέσει να βουτάει στα βαθιά και μετά διηγείται τι είδε στους στεριανούς. Με το αζημίωτο, βέβαια. Αν έχεις κανένα φιλαράκι που ενδιαφέρεται για τέτοια κόλπα, πες μου και τού βρίσκω εγώ ότι εξοπλισμό θέλει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Αγανακτισμένος, σιγά στη Δήμητρα) δεν ξέρω τι λέει αυτός, πάντως τα σχέδια, από το εργαστήριό μας τα κλέψανε…
Στο αναμεταξύ ο Απόλλωνας κοιτάει τον Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας τον Απόλλωνα και ετοιμάζεται να πει κάτι. Ο Δίας τούς κοιτάει βλοσυρά και ταμπουρλίζει τα δάκτυλα στο τραπέζι. Ο Ποσειδώνας σταματάει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Στον Επιδαψηλίδη) όχι για την ώρα, φίλε μου, αλλά θα το έχω υπ’ όψη μου. Τώρα…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Κι ότι άλλο θέλεις, μη διστάζεις. Εγώ είμαι εδώ. Ο γνωστότερος προμηθευτής για είδη λαϊκής τέχνης και αναμνηστικά. (Στρέφει το κεφάλι γύρω του χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Καθώς ο Απόλλωνας ετοιμάζεται να μιλήσει, τον κόβει.) Και από ότι βλέπω, ίσως εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε καλές δουλειές. (Η Εστία κτυπάει το μάγουλό της.) Εσύ δεν είσαι τού εμπορίου, ε, Φοίβε μου;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Με ανωτερότητα) εγώ είμαι τής τέχνης, τής αρμονίας…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Α! Αδερφέ μου! Πάντα έλεγα πόσο δεμένα είναι η τέχνη και το εμπόριο! Αν δεν συνεργαζόμαστε εμείς οι δύο, ποιοι άλλοι;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Χμμ… (Σαρδώνια, κοιτώντας τον Ερμή) έχω να σου γνωρίσω κάποιον άλλον εδώ που σίγουρα θα μπορούσατε να συνεργαστείτε… (Ηρεμεί) όμως αργότερα Επιδαψηλίδη. (Μικρή παύση. Ο Μορφέας κουδουνίζει το σκήπτρο πάνω από το κεφάλι τού Επιδαψηλίδη και εκείνος χαλαρώνει.) Βλέπω φίλε μου, ότι είσαι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος. Τώρα που έχω την ευκαιρία να συζητώ μαζί σου, λύσε μου σε παρακαλώ κάποιες απορίες που είχα πάντα για τους ανθρώπους. (Μικρή παύση. Σκύβει μπροστά.) Ποιος πιστεύεις ότι έπλασε εσένα και τη φυλή σου στα αρχαία τα χρόνια;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Για εμένα, η μητέρα μου, Αγαθήλεια, κοιλοπονούσε τρεις ημέρες πριν ελευθερωθεί. Όσο για τη φυλή μου… αυτό και ένα παιδί το ξέρει. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, από τα κόκκαλα τής Μητέρας –γης.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και πιο πριν; Ποιος έπλασε τους προγόνους τού Δευκαλίωνα και τής Πύρρας;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Μα, οι μεγάλοι θεοί.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δηλαδή;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Φοίβε μου, ανάλογα σε ποιον ναό θα ρωτήσεις κάτω στη γη, άλλη απάντηση θα λάβεις. Άλλοι λένε πως ο πατέρας Δίας μάς έφτιαξε, άλλοι επικαλούνται τη Γαία. Μερικοί είναι σίγουροι ότι μας έφτιαξε από πηλό ο Προμηθέας και άλλοι υποστηρίζουν ότι στην αρχή, ο άνθρωπος πλάστηκε με δύο κεφάλια, τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια. Αλλά κάτι τέτοιες τερατολογίες, μόνο σε κάποια σνομπ συμπόσια, τις ακούς…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μας αγαπάτε, λοιπόν, εσείς οι άνθρωποι για τη ζωή που σας δώσαμε;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: (Σκέφτεται.) Είναι δύσκολη η ζωή που μας δώσατε. Εγώ ας πούμε, όλη μέρα στο τρέξιμο, να βρω τους εισαγωγείς, να λαδώσω τους πρυτάνεις, να δώσω δωράκια στους παραγγελιοδόχους, να ‘χω και τους μαγαζάτορες να προσπαθούν να μου κόψουν τον οβολό στη μέση… Τι τα θες και εκείνοι ζορίζονται. Και το βράδυ όταν κάνω ταμείο, βλέπω ότι ίσα που έβγαλα το φαγητό τής ημέρας και τα υπόλοιπα πρέπει πάλι να τα ρισκάρω αύριο. Μια αγωνία είναι το εμπόριο. Άγχος, χαλάς το στομάχι σου…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Μουρμουρίζει) εγώ μια χαρά σε βλέπω… (Προσπαθεί να τού εκμαιεύσει κάποια καλά σχόλια.) Τώρα με τον Περικλή, δεν ενισχύθηκε η οικονομία τής αμφικτιονίας;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Ε, ναι. Αλλά έχει σκληρύνει πολύ η αθηναϊκή δραχμή και αυτό δυσκολεύει πολύ εμάς τους συμμάχους στις εξαγωγές μας…
Μερικοί θεοί ξύνονται με απορία.
ΕΡΜΗΣ: (Σιγά στην Αθηνά) μα τι παραπονιέται; Αυτός εισαγωγέας είναι… (Η Αθηνά τον κοιτάει ειρωνικά.)
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Δεν βαριέσαι. (Ξαφνικά μελαγχολεί.) Υπάρχουν και τα χειρότερα. Αρρωσταίνουμε, κλαίμε, ματώνουμε και κάποιες φορές νιώθουμε ότι εσείς δεν μας αγαπάτε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μήπως θα ‘ταν λοιπόν καλύτερα, να κλείνει ο άνθρωπος τα μάτια του και να παραδίνεται στο βασίλειο των σκιών;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Αστειεύεσαι, Φοίβε; Αχαιοί είμαστε! (Μερικοί θεοί δαγκώνονται και άλλοι κουνάνε τα κεφάλια.) Όσο μπορούμε, έξω καρδιά. Χαιρόμαστε και αγαπάμε πολύ τη ζωή και τον τρέμουμε τον Άδη. Σας ευγνωμονούμε για το δώρο σας.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μας λατρεύετε λοιπόν μέσα από την καρδιά σας; Θα συνεχίσετε να ευφραίνετε τους θεούς με προσφορές και τσίκνα, με τους τρόπους που σας έχουν διδάξει;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Α, πάντα είναι φρόνιμο να τα έχεις καλά με τους θεούς. Σεβόμαστε τον πατέρα Δία, κτίζουμε ναούς και προσφέρουμε θυσίες σε εκείνον και στους άλλους θεούς. Οι γεωργοί μας ποτέ δεν ξεχνάνε το πρώτο σιτάρι τού θερισμού και ο πρώτος μούστος τού τρύγου να δοθούν σπονδή στη θεά Δήμητρα, στο Διόνυσο και στο θεό Απόλλωνα. Γιατί να αλλάξουμε τρόπους; Αυτούς μάς έμαθαν οι πατέρες μας που τους δίδαξαν οι δικοί τους. Μας ευχαριστούν, είναι οικονομικοί και ποιος έχει τώρα καιρό να αναζητά άλλους;
Οι θεοί αλληλοκοιτάζονται θορυβημένοι. Ανακινούνται στα καθίσματά τους.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και ποτέ δεν μας κακολογείτε ούτε αμφιβάλλετε για εμάς;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πώς να αμφιβάλλουμε, Φοίβε μου; (Χειρονομεί.) Η δύναμή σας είναι πλέρια. Πολλές φορές στη ζωή του, βλέπει κάθε άνθρωπος, συγγενείς και φίλους του να συντρίβονται. Να, εγώ είχα ένα ξαδερφάκι - Αερόπουλος το όνομά του. Είχε μια αποθήκη γεμάτη αυθεντικά κιλίμια από την πολεμική σκηνή τού Αγαμέμνονα. Έπεσε κεραυνός και τά ‘καψε όλα. Παράκρουση έπαθε ο άνθρωπος. (Μερικοί θεοί στρέφονται και κοιτάζουν το Δία. Εκείνος κρατώντας το σαγόνι του προσπαθεί να θυμηθεί.) Τι τα θες; Ένα τίποτα είμαστε. (Ο Απόλλωνας παρασυρμένος κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.) Όταν κάποια μεγάλη συμφορά μάς κτυπήσει, ψάχνουμε οι άνθρωποι σε τι φταίξαμε και ξεσηκώσαμε την οργή σας. Και τότε στην άκρη τού μυαλού, ένα παράπονο βρίσκει ευκαιρία να σπιθίσει. Όμως φοβόμαστε από τα φυλλοκάρδια μας να το αφήσουμε να ανάψει φωτιές και πάντα βρίσκουμε έναν κακό λόγο να ρίξουμε στους εαυτούς μας.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Καλέ, αυτός λέει τα ίδια με τον Ηρακλή!
ΑΡΤΕΜΗ: Και είναι βλάσφημος.
ΗΡΑ: Εξυφαίνεται συνωμοσία.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) είπε τέτοια πράγματα ο Ηρακλής;
Ο Δίας γνέφει καταφατικά.
ΑΘΗΝΑ: Εντάξει, εντάξει. Ο Ηρακλής απλά μάς μετέφερε τα λόγια των ανθρώπων.
ΗΡΑ: Επιτέλους, Αθηνά! Δεν είπα ότι ο Ηρακλής συνωμοτεί. Συνωμοσία των ανθρώπων εννοούσα.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Πράγματι, αν σκεφτούμε ότι αυτά που μας μετέφερε ο Ηρακλής, είναι από μακρινές χώρες…
ΔΙΑΣ: Ησυχάστε, παρακαλώ. Ας συνεχίσουμε. Απόλλωνα…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Είστε έτοιμοι, ω Επιδαψηλίδη, να διαδώσετε τη λατρεία μας, όπως οι πρόγονοί σας έκαναν;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Κάποιες φορές έχω την υποψία, Φοίβε μου, ότι οι πρόγονοί μας, όχι μόνο δεν το έκαναν αυτό, αλλά διδάχτηκαν τη λατρεία σας από άλλους λαούς. Αλλά προφανώς είναι παραλήρημά μου… Τώρα, αν εμείς θα κηρύξουμε τη θρησκεία μας; Ω, βέβαια! Γιατί όχι; Είναι προς το συμφέρον μας. Η επιρροή μας θα αυξηθεί, οι συνεργασίες και το εμπόριο θα επεκταθούν, περισσότεροι περιηγητές θα έρχονται και θα αγοράζουν αναμνηστικά… (Γυρίζει προς την πλατεία και μουρμουρίζει) θα ξεπουλήσω και ‘γω, εκείνο το στοκ από κλεψύδρες με αλεσμένη ελαφρόπετρα Θήρας, που έχω… (Δυνατά) βέβαια, όσο είναι δυνατό. Όταν οι άλλοι λαοί δεν θέλουνε, δεν επιμένουμε. Καλύτερα ειρήνη με διαφορετικούς θεούς, παρά πόλεμοι για τους ίδιους.
ΔΙΑΣ: Α, τον δειλό!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και πόσο σε συγκινούν τα κηρύγματα των αλλοθρήσκων;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Καλέ, εσύ ολόκληρη ανάκριση μού κάνεις! Μήπως είσαι τελάλης ειδήσεων; (Ο Απόλλωνας κοκκινίζει και αγριεύει. Ο άνθρωπος κουνάει το χέρι του στον αέρα σαν να κτυπάει φιλικά τον ώμο τού θεού.) Έλα, αστειεύομαι! (Σκέφτεται.) Άκου, Φοίβε μου. Έχω ένα στοκ από κλεψύδρες με αλεσμένη ελαφρόπετρα Θήρας, στην αποθήκη, απούλητο. Έχω έναν υπηρέτη, πολύ πιστό άνθρωπο, που επιμένει στο δικό του θεό. Κάθε μέρα ανάβει το λυχνάρι και παρακαλεί: «Πλούτε μου, βοήθα μας να πουλήσουμε τούτες τις μπακατέλες, μην μας μείνουν». Έχω και έναν άλλο υπηρέτη, πιο ελευθέρων ηθών. Αυτός όταν γυρνάει με τις παρέες του και το ‘χει τσούξει λίγο, φωνάζει: «βρέστε μου ένα θεό να μού πουλήσει αυτά τα … και εγώ θα πιστέψω σε ‘κείνον!». Ε, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος το έδιωξε το εμπόρευμα. Καταλαβαίνεις πού το πάω; Και οι αλλόθρησκοι και εμείς την ίδια γη αντιμετωπίζουμε, την ίδια βροχή και τον ίδιο ήλιο. Τους έχω δει. Δεν είναι πιο ευτυχισμένοι, ούτε πιο πλούσιοι ώστε να ζηλέψω τους θεούς τους. Γιατί να αναζητά λοιπόν η οικογένειά μου άλλες λύσεις;
ΑΘΗΝΑ: Αυτό είναι ανήκουστο!
ΗΡΑ: Ω αθλιότητα, ω έπαρση!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ και ΕΡΜΗΣ: Αχαριστία!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ και ΑΡΤΕΜΗ: Φρίκη!
ΔΗΜΗΤΡΑ και ΑΡΗΣ: Αυταρέσκεια!
ΕΣΤΙΑ και ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ύβρις!
ΥΠΝΟΣ: (Ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι, ανοίγει τα μάτια και φωνάζει) κάν’τε ησυχία! Θα μας ξυπνήσετε! (Οι θεοί τινάζονται. Το ίδιο άμεσα, κλείνει τα μάτια, γέρνει το κεφάλι και ξανακοιμάται. Οι θεοί τον κοιτούν έκπληκτοι.)
Μικρή παύση. Ο Μορφέας σείει το σκήπτρο του πάνω από τον κοιμισμένο άνθρωπο.
ΔΙΑΣ: Ούτε εμένα μού άρεσαν αυτά που άκουσα, συνάδερφοί μου. Το πρακτικό πνεύμα δεν αρμόζει με την πίστη. Όμως να τελειώνουμε. Εμπρός Απόλλωνα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος. Μιλάει μαλακά αλλά το πρόσωπό του είναι σκληρό.) Λοιπόν, φίλε μου Επιδαψηλίδη, τι θα θέλατε οι άνθρωποι να ζητήσετε τώρα από τους θεούς;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Ω! Αν μπορούσα να έχω μία αποκλειστικότητα για τα ξυλόγλυπτα στα μαγαζιά τής Μιλήτου… (Ξαφνικά σοβαρεύει. Σκέφτεται.) Αν κάτι θέλατε να μας προσφέρετε: ας είχε η ζωή μας λιγότερο πόνο. Αλλά, αν και αυτό δεν γίνεται, τουλάχιστον αφήστε μας ήσυχους. Μη μας τριβελίζετε. Όση τιμή και εκδίκηση ανταλλάξαμε μεταξύ μας είναι αρκετές για τα όσα σας χρωστάμε για τη γέννησή μας!
Οι θεοί μένουν άφωνοι. Παύση. Ξαφνικά, ο Δίας σηκώνεται και με μία πλατιά επιτακτική κίνηση δείχνει στους τέσσερεις που είχαν φέρει τον άνθρωπο να τον πάρουν. Ο Απόλλωνας κάθεται αργά. Ο διαβιβαστής ταρακουνάει τον Ύπνο, εκείνος πετάγεται με αστείες χειρονομίες. Ο Μορφέας ήδη τυλίγει το πέπλο επάνω στον άνθρωπο που κάνει αστείες χειρονομίες. Οι τέσσερεις γρήγορα σηκώνουν τον άνθρωπο και τον κατεβάζουν στο πηγάδι. Ο διαβιβαστής και ο ωτακουστής σφραγίζουν το πηγάδι. Ο Ύπνος αρχίζει πάλι να «κουτουλάει».
ΔΙΑΣ: Ύπνε, Μορφέα! Σας ευχαριστώ για το έργο σας. Δεν θα σας χρειαστούμε άλλο. Πηγαίνετε και καλή αντάμωση.
ΜΟΡΦΕΑΣ: Όλα τα αιθέρια όνειρα να σε συντροφεύουν, Δία. Και εσάς τους άλλους θεούς, μακαριότητα!
Οι θεοί κουνάνε τα κεφάλια τους.
ΥΠΝΟΣ: Αχ, χουμφ. (Χασμουριέται.)
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Καθοδηγεί τον Ύπνο προς την κεντρική είσοδο.) Έλα μπαμπάκα.
ΗΡΑ: (Αρπάζει το Μορφέα καθώς περνάει δίπλα της.) Σίγουρα δεν θα θυμάται τίποτα από όσα έγιναν εδώ;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Σίγουρα, μεγάλη Ήρα. Θα είναι το ίδιο σαν να ‘χει φάει βαριά κουκιά…
Ο Μορφέας και ο Ύπνος φεύγουν.
ΔΙΑΣ: (Κάθεται. Γνέφει στον ωτακουστή και στο διαβιβαστή) πηγαίνετε!
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Μάλιστα, διαυγέστατε!
Ο ωτακουστής και ο διαβιβαστής υποκλίνονται και φεύγουν από την κεντρική είσοδο.
ΗΡΑ: (Αργά, «θεατρινίστικα») ιδού ο άνθρωπος!
ΔΗΜΗΤΡΑ: Μας παροπλίζουν.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μας δίνουν σύνταξη!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Τι είναι σύνταξη;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αυτό που μου ζητάνε τα δελφίνια.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Α, ναι!
ΗΡΑ: Κατά Πλούτωνα πάει η ανθρωπότητα.
ΑΡΗΣ: Μόνο αν την καταστρέψουμε, θα σωθεί.
ΕΡΜΗΣ: Κατακλυσμός;
ΔΙΑΣ: Το απαγορεύουν οι Μοίρες.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ηφαίστειο;
ΗΡΑ: Το απαγορεύουν οι Κήρες.
ΑΘΗΝΑ: Σεισμός;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Είναι τα χέρια μας δεμένα…
ΑΡΤΕΜΗ: Λοιμούς;
ΑΡΗΣ: Αν κάναμε αίτηση στις Μοίρες; Ίσως το διαπραγματεύονταν.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Ποτέ δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα.
ΔΙΑΣ: Μην ακούω τέτοια…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Και μετά λέμε τον Ηρακλή, μαλθακό.
ΕΣΤΙΑ: Τι ντροπή για θεούς να νιώθουμε έτσι αδύναμοι.
ΑΡΗΣ: Αν αφήναμε τον Ήφαιστο να τους διδάξει τις ευρεσιτεχνίες του;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Εδώ που τα λέμε… Έτσι, σύντομα θα αυτοκαταστρέφονταν.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Βλοσυρός) α, για να σας πω!…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ναι, αλλά μετά τέλος η τσίκνα.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Στο κάτω –κάτω αυτούς έχουμε.
ΕΣΤΙΑ: Αν τους αφανίσουμε, δεν θα προλάβουμε να φτιάξουμε νέους. Τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Άλλοι λαοί θα πάρουν αμέσως τη θέση τους.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Μόνος του) έτσι έχασα και εγώ κάποτε την Ατλαντίδα και μετά…
ΑΡΤΕΜΗ: (Κοιτάει ανήσυχη τον Απόλλωνα) και θα μείνουμε στα αζήτητα, ε;
ΑΘΗΝΑ: Μη μιλάτε έτσι.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Προπάντων ψυχραιμία.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Πρέπει να το συζητήσουμε.
ΔΙΑΣ: Ακριβώς αυτό! Θα καλέσω πανθεϊκό συμβούλιο εδώ στον Όλυμπο. Θα προσέλθουν όλη η πρώτη, δεύτερη και τρίτη τάξη θεών.
ΗΡΑ: Μα δεν χωράνε όλοι αυτοί εδώ, Ζήνο.
ΔΙΑΣ: Χμ, δίκιο έχεις. Να το κάνουμε στο συνεδριακό κέντρο που κτίζουν οι φίλοι των αοιδών στην Αθήνα.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Και πότε θα το συγκαλέσεις, ω Δία;
ΔΙΑΣ: Αμέσως μετά τους αγώνες των ανθρώπων στην Ολυμπία.
ΕΡΜΗΣ: Και το άλλο το συνέδριο, Δία, που έλεγες να κάνουμε στη Νέα σελήνη, οι δώδεκά μας;
ΔΙΑΣ: Όχι, θα το αφήσουμε αυτό. Θα ενσωματωθεί στο μεγάλο συνέδριο. (Μικρή παύση.) Αυτά για σήμερα, φίλοι μου. Ας πάμε τώρα, ο καθένας στον τόπο του και ας σκεφτούμε.
Πιάνει το ποτήρι του και σηκώνεται αργά. Όλοι οι θεοί σηκώνονται σπρώχνοντας πίσω τις καρέκλες τους. Γενική πρόποση.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ: Στο μεγαλείο μας! / Στη δόξα μας! / Στη χαρά μας! / Στη λαμπρότητά μας!
Όλοι πίνουν νέκταρ. Μετά σιγά –σιγά αρχίζουν να ετοιμάζονται. Σούσουρο καθώς παίρνουν τα πράγματά τους από τις κρεμάστρες. Ο Ήφαιστος ταχτοποιεί τα κομμάτια τού κεραυνού στις τσέπες του.
ΑΡΤΕΜΗ: Έλα να φύγουμε μαζί, Απόλλωνα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν μπορώ σήμερα, Αρτεμάκι. Έχω κανονίσει μερικές δουλειές. Θα φύγω με τον Ερμή. (Η Άρτεμη τον κοιτάει στενοχωρεμένη.) Ω, μην σκοτίζεσαι. Θα περάσω αύριο –μεθαύριο από το δάσος να σε δω.
ΑΡΤΕΜΗ: Να ‘ρθεις.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Πάντως, καλά περάσαμε σήμερα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Είπαμε… Και τι δεν είπαμε.
ΑΡΤΕΜΗ: Και το φαϊ ήταν καλό!
ΕΣΤΙΑ: Εμένα μου άρεσε το ψάρι τού Ωκεανού.
ΑΡΗΣ: Και οι μελιτζάνες τής Δήμητρας ήταν μούρλια.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Προσπαθεί να δέσει τα φτερά του. Στον Ερμή) με βοηθάς να δέσω αυτό στον ώμο μου;
ΕΡΜΗΣ: Όχι! (Αλλά τονβοηθάει.)
ΔΗΜΗΤΡΑ: Να μαζευόμαστε συχνότερα, βρε παιδιά. Καλά είναι.
ΔΙΑΣ: Όταν εγώ σας το λέω…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Στον Απόλλωνα) δεν έχεις αυτόματες πόρπες;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Όχι, είμαι παλαιομοδίτης.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ίσως θα μπορούσαμε…
ΑΘΗΝΑ: (Στη Δήμητρα) να το ξανακάνουμε. Σύντομα.
ΕΣΤΙΑ: Ναι, βρε παιδιά μου. Ανοίγει και μένα η καρδιά μου όποτε σάς βλέπω όλους. Αλλά να μην τσακώνεστε στο τραπέζι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Όχι, καλέ Έση. (Την τυλίγει με το μπράτσο του) απλώς κουβεντιάζουμε.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Δεν είδες πόσα σημαντικά πράγματα ειπώθηκαν σήμερα;
ΕΣΤΙΑ: Ναι, βέβαια! Να βάλουμε και τζαμωτή στα παράθυρα…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: (Ψάχνεται. Γυρίζει στον Άρη που συνομιλεί με την Αθηνά.) Αχ, καλέ Άρη μου, έχασα το μαντιλάκι μου. Βοήθα με να το βρω. (Ο Άρης αφήνει την Αθηνά. Ψάχνει κάτω από το τραπέζι και τα καθίσματα. Η Αθηνά κοιτάει φαρμακερά την Αφροδίτη. Η Αφροδίτη κοιτάει το πάτωμα. Ο Ερμής γελώντας ανασηκώνει καρέκλες για να ψάχνει ο Άρης από κάτω. Η Αφροδίτη ξανακοιτάει στο τσαντάκι της.) Αχ, καλέ εδώ είναι, Άρη μου το βρήκα! (Ο Άρης σηκώνεται.) Κοίτα που τρυπώνουν καμιά φορά… Ευτυχώς, γιατί είναι το αγαπημένο μου.
Ο Άρης φιλάει την Αφροδίτη. Εκείνη κοιτάει «γλυκά» την Αθηνά. Φουρκισμένη εκείνη μαζεύει τα όπλα της.
ΗΡΑ: Όμως Δία, την εποχή που διάλεξες για το συμβούλιο, ο Ήλιος πλησιάζει με το άρμα του τη Γη και κάνει μεγάλες ζέστες. Όλοι οι θεοί φεύγουν στα εξοχικά τους να παραθερίσουν…
ΔΙΑΣ: Εγώ το επέλεξα για να σας δώσω όλο το χρόνο να προετοιμαστείτε. Και να μην έχετε κάτι άλλο προγραμματισμένο για τότε.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αν το σπρώχναμε λίγο πιο πίσω, στις αρχές τού Φθινοπώρου; Το Βοηδρομιώνα, ας πούμε.
ΔΙΑΣ: Αδύνατον. Δεν χωράει άλλη αναβολή. Αν θέλετε το τραβάμε μπροστά, μισό φεγγάρι πριν τα Ολύμπια.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Δία, εκείνη την εποχή γυρίζουμε με την κόρη μου στους αγρούς για το θερισμό.
ΔΙΑΣ: Ίσως αμέσως πριν την αρχή τού θερισμού;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Πατέρα, θα είμαι ακόμα στη Μεσοποταμία να επιτηρώ την κατασκευή τού φράγματος.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν θα το έχεις διαλύσει ως τότε;
ΔΙΑΣ: Ε, δεν θα μένεις συνέχεια εκεί. Στα μέσα τού Σκιροφοριώνα μπορείτε όλοι σας;
ΗΡΑ: Δία, υποσχέθηκες ότι φέτος θα πάμε διακοπές, το Σκιροφοριώνα.
ΔΙΑΣ: Ναι, χρυσή μου, σού υποσχέθηκα, αλλά δεν ήξερα…
ΗΡΑ: Πέντε χρόνια δεν έχω βγει από αυτό το παλάτι, καλοκαίρι! Θεά είμαι και ‘γω!…
ΑΘΗΝΑ: Αμ’ έπος, αμ’ έργον. Αφού επειγόμαστε γιατί δεν το κάνουμε στο τέλος τού Θαργηλιώνα;
ΑΡΤΕΜΗ: Εγώ θα είμαι ακόμα στη χώρα των Αμαζόνων, αλλά θα έρθω.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν ξέρω αν μπορώ. Κλείνει εποχή τότε και κάνω την εξάμηνη περιοδεία μου στα μαντεία.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Για εμένα θα είναι δύσκολο το Σκιροφοριώνα, αλλά αν επιμένετε…
ΕΡΜΗΣ: Δεν γίνεται τον Θαργηλιώνα. Είναι πολύ κοντά. Ένα σωρό θεοί θα έχουν κανονίσει άλλα πράγματα.
ΔΙΑΣ: Ααα, φτάνει! Σας βαρέθηκα. Ισχύει αυτό που είπα στην αρχή: την πρώτη εβδομάδα τού Μεταγειτνιώνα θα γίνει πανθεϊκό συνέδριο. Θα στείλω την επίσημη πρόσκληση με τους αϊτούς και τους άλλους ταχυδρόμους μου. Και όποιον από εσάς λείψει, θα τον υποβιβάσω στις θέσεις από 13 έως 24!
ΑΡΗΣ: Μμμ! Χαρά που θα κάνει ο Διόνυσος.
Οι Θεοί αρχίζουν να βγαίνουν. Αποχαιρετιούνται.
ΔΗΜΗΤΡΑ: (Φιλιέται με την Ήρα) γεια σου Ήρα μου. Θα σε δω σε λίγες ημέρες στη γιορτή των κεντήστρων.
ΗΡΑ: Στο καλό αδερφούλα μου. (Σιγά) προσπάθησε να έρχεσαι πιο συχνά. Δεν ξέρεις πόσο χαίρεται ο Δίας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Δήμητρα, πετάμε μαζί μέχρι το θεσσαλικό κάμπο;
ΔΗΜΗΤΡΑ: Χαίρε Δία. Χαίρετε όλοι σας.
ΔΙΑΣ: Να είσαι χαρούμενη, Δήμητρα!
ΕΣΤΙΑ: Χαίρε! (Δήμητρα και Ήφαιστος βγαίνουν.) Ποσειδώνα, δώσε την αγάπη μου στην Αμφιτρίτη. Και μην αργείς άλλη φορά στο τραπέζι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ήταν έκτακτο. Έλα και εσύ αύριο με την Ήρα να μας δεις.
ΕΣΤΙΑ: Ω, με ξέρεις εμένα. Δύσκολα ξεκουνιέμαι από ‘δω.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Αγκαλιάζει την Εστία και μετά την Ήρα.) Φούλα μου σε περιμένω.
ΗΡΑ: Βρε Ποσειδώνα, τώρα που έχετε τους μάστορες, μήπως δεν βολεύεται η Αμφιτρίτη;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Καλέ, αστειεύεσαι; Εκείνη κάθεται στο θρόνο της και διατάζει. Εγώ τρέχω.
ΗΡΑ: Αχ, εσείς οι άντρες! Νομίζετε ότι το νοικοκυριό κρατιέται μόνο του.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) χαίρε αδερφέ!
ΔΙΑΣ: Καλό δρόμο. Να προσέχεις με αυτό το ρήτορα και τα συμβόλαια. Κυκλοφορούν πολλοί απατεώνες.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Στο καλό, θείε!
Ο Ποσειδώνας κλείνει το μάτι στον Απόλλωνα και βγαίνει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Άρτεμη, χαρά σε σε.
ΑΡΤΕΜΗ: Μμ. Να είσαι αψύς! (Τού δίνει ένα πεταχτό φιλί.)
ΑΡΗΣ: (Στην Αθηνά) θα επιστρέψεις στο πεδίο;
ΑΘΗΝΑ: Όχι, έχει βραδιά σοφιολογίας στην Πνύκα και μου έχουν προσευχηθεί να πάω.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ω, θα είναι συναρπαστικό!
ΑΘΗΝΑ: Εσύ τώρα γιατί μου κολλάς;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Αμάν καλέ, ούτε ένα αστείο δεν μπορούμε να κάνουμε. Μας έχει φάει η σοβαρότητα.
ΑΘΗΝΑ: Χαρές σε όλους. Χαίρε μπαμπά.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΘΕΟΙ: Χαρά σε σε, Αθηνά.
ΔΙΑΣ: Χαίρε κόρη μου.
Η Αθηνά βγαίνει φουρκισμένη. Στο μεταξύ ο Απόλλωνας και ο Ερμής έχουν φορέσει όλη την εξάρτησή τους, έχουν ξεγλιστρήσει στο μέσο τής αίθουσας και ετοιμάζονται να φύγουν από το αριστερό παράθυρο. Αρχίζουν να τρέχουν. Η Εστία τους αντιλαμβάνεται έγκαιρα. Τρέχει μπροστά στο παράθυρο, απλώνει τα χέρια και τους κόβει το δρόμο. Ερμής και Απόλλωνας σταματάνε απογοητευμένοι. Μισογελάνε.
ΕΡΜΗΣ: Τίποτα δεν σου ξεφεύγει, Εστία.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αμάν βρε θεία, εσύ εκπαίδευσες τον Κέρβερο!…
ΗΡΑ: Απόλλωνα! Πάλι κάνετε σαχλαμάρες εσείς οι δύο; Βγάλτε αμέσως τα φτερά.
Απόλλωνας και Ερμής βγάζουν παραιτημένοι τα φτερά και πηγαίνουν προς την κεντρική είσοδο. Τους ακολουθεί βλοσυρή η Εστία.
ΑΡΗΣ: (Γελάει) έι! Δεν έρχεστε το βράδυ, να πιούμε λίγη ζυμωμένη βύνη;
ΕΡΜΗΣ: Μπα, μάλλον όχι σήμερα. (Περνώντας κοντά από τον Άρη, λέει σιγά) με έχει προσκαλεσμένο η Καλυψώ.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Αα!
ΑΡΗΣ: (Γελάει) ακόμα την παρηγορείς που έχασε τον Οδυσσέα;
Ο Ερμής κουνάει τα χέρια σαν να λέει «τι να κάνω;»
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Στον Άρη) ούτε εγώ. Έχω αφήσει κάποιες δουλειές ακάμωτες.
Η Ήρα κοιτάει με υποψία τον Απόλλωνα.
ΕΡΜΗΣ: Χαρά πολύ σε όλους. Καλό βράδυ μεγάλη Ήρα. Χαίρε μπαμπά.
ΔΙΑΣ: Στο καλό
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Χαρά σε όλους! Εστία, μη μας κρατάς κακία!…
ΕΣΤΙΑ: (Καλοσυνάτα) παλιόπαιδα.
ΑΡΤΕΜΗ: Σταθείτε, θα έρθω μαζί σας μέχρι έξω. (Στην Εστία) ήταν υπέροχο γεύμα. Σε ευχαριστούμε , Εστία.
ΕΣΤΙΑ: Ω! Η Ήρα τα κανόνισε όλα.
ΗΡΑ: Καλέ, όχι.
ΑΡΤΕΜΗ: Χαρές σε όλους! Να ξαναϊδωθούμε!
ΕΣΤΙΑ: Άρτεμη, αν κτυπήσεις καλό κυνήγι, φερ’ το να το κάνω με δάφνη στον πατέρα που τού αρέσει.
Η Άρτεμη τής γνέφει. Απόλλωνας, Ερμής και Άρτεμη βγαίνουν.
ΕΣΤΙΑ: (Στην Ήρα) τον Πλούτωνα έχουνε μέσα τους.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: (Στον Άρη ναζιάρικα) γάτε μου, μη φωνάξεις κόσμο σήμερα. (Σκαλίζει το χιτώνα του) θέλω να είμαστε οι δυο μας.
ΑΡΗΣ: Πουλάδα μου, δεν μου τό ‘λεγες; (Την αγκαλιάζει. Αγκαλιασμένοι προχωράνε στην πόρτα.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ήρα, όταν επιστρέψεις από τού Ποσειδώνα, να συνεχίσουμε την περιοδεία στα υφαντήρια.
ΗΡΑ: Να ‘ρθεις και στη γιορτή στη σχολή των κεντήστρων μεθαύριο, με τη Δήμητρα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Καλό βράδυ, Δία.
ΑΡΗΣ: Χαίρε, Εστία!
ΕΣΤΙΑ: Στο καλό, παιδιά μου.
ΑΡΗΣ: Χαίρε μπαμπά! Χαίρε μαμά!
ΔΙΑΣ: Άντε, στο καλό!
Άρης και Αφροδίτη φεύγουν.
ΗΡΑ: Αχ, αυτό ήταν.
Η Εστία αρχίζει να προχωράει προς το εμπρός μέρος τής σκηνής.
ΔΙΑΣ: Ξέχασα να θυμίσω ξανά στο μαστροχαλαστή, το ζυγό των Κηρών…
ΗΡΑ: Πολύ σκοτίζεσαι…
ΔΙΑΣ: (Αλλάζει ύφος. Χαμογελάει πονηρά) λοιπόν, σκεφτόμουν να σε συνοδεύσω αύριο στου Ποσειδώνα.
ΗΡΑ: Γιατί; Σού γυάλισε καμία γοργόνα;
ΔΙΑΣ: Όχι, καλή μου. (Γελάει) για να με προσέχεις. (Σηκώνει ξαφνικά την Ήρα στην αγκαλιά του. Γυρίζει προς την Εστία.) Χαίρε Εστία, αδερφή μου! (Κουβαλώντας την Ήρα πηγαίνει γρήγορα στην έξοδο.)
ΗΡΑ: (Έκπληκτη, χαρούμενη και ντροπιασμένη, φωνάζει) αχ, καλέ άσε με κάτω. Άσε με! Δία!…
ΕΣΤΙΑ: (Αμήχανη) στο καλό!
Η Εστία έχει φτάσει εμπρός από το τραπέζι. Μικρή παύση. Ένας υπηρέτης ξεμυτάει από την κουζίνα. Η Εστία τού κάνει νόημα να αποσυρθεί. Ο υπηρέτης φεύγει. Η Εστία κοιτάει γύρω της. Μετά αλλάζει τελείως έκφραση και στυλ. Παίρνει ύφος ξεπεταγμένης μάγκισσας. Σηκώνει το χιτώνα της, από κάτω φοράει παντελόνι. Από μία τσέπη του βγάζει μία θήκη πούρου. Πηγαίνει προς την πίσω πλευρά τού τραπεζιού ενώ βγάζει το πούρο, ξαναβάζει τη θήκη στην τσέπη της και ταχτοποιεί το χιτώνα της. Τραβάει με το πόδι την καρέκλα τής Ήρας και μετά σωριάζεται επάνω. Απλώνει τα πόδια της στην καρέκλα τού Δία. Από μια τσέπη στο στήθος της βγάζει τσακμάκι και προσάναμμα. Τρίβει με έμπειρο τρόπο το τσακμάκι, ανάβει το προσάναμμα και μετά προσεκτικά το πούρο. Αφήνει το τσακμάκι στο τραπέζι και βυθίζεται στην καρέκλα. Ρουφάει το πούρο βαθιά και απολαυστικά. Μετά φυσάει αργά τον καπνό.
ΑΥΛΑΙΑ
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Πάντως τόσα είπαμε αλλά ακόμα δεν είμαστε σίγουροι, αν σήμερα μας αγαπάνε οι άνθρωποι απ’ την καρδιά τους ή επειδή το διδάχτηκαν από τους πατεράδες τους ή μόνο από καθαρό συμφέρον.
ΔΙΑΣ: Το είπαμε, Αφροδίτη. Η ψυχή τους είναι φτιαγμένη να μας αναζητά. Με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τον πολιτισμό που ζουν, αλλά πάντα σε εμάς στρέφονται. Ακόμα και ο Ευριπίδης. Χρόνια ολόκληρα δεν εύρισκε τέλος στις τραγωδίες που έγραφε. Στο τέλος επινόησε τον από μηχανής θεό για να μπορεί να δίνει κάθαρση στα βάσανα των ηρώων του.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αυτή, πράγματι, είναι καλή απόδειξη ότι οι βροτοί μάς έχουν ανάγκη. Ούτε τα παραμύθια τους μπορούν να τελειώσουν χωρίς εμάς.
ΕΡΜΗΣ: Εδώ που τα λέμε, όλοι οι δραματουργοί το υιοθέτησαν.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Και εγώ, αυτό τον καιρό σκεπτόμουν να φτιάξω μία συσκευή που θα εμφάνιζε…
ΔΙΑΣ και ΗΡΑ: Πάψε Ήφαιστε!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Κι όμως είναι λίγο τολμηρό εκ μέρους των βροτών να προβλέπουν ποια θα ήταν η δική μας επέμβαση στα έργα που γράφουνε…
ΔΗΜΗΤΡΑ: Όσο δεν απομακρύνονται από τις επίσημες διδαχές μας…
ΑΡΗΣ: Φταίει που στην πραγματικότητα, έχουμε αραιώσει τόσο πολύ τις εμφανίσεις μας. Τους λείπουμε!
ΕΡΜΗΣ: Άρα είναι διπλά χρήσιμο. Οι βροτοί συντηρούν την ιδέα τής ζωντανής επέμβασής μας, ενώ εμείς πια δεν επεμβαίνουμε έτσι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Τι λες εσύ Αθηνά;
ΑΘΗΝΑ: Το ένα μάς βρομάει, το άλλο μάς ξινίζει… (Σηκώνει τα χέρια δείχνοντας ότι δεν έχει τι άλλο να πει.)
ΕΡΜΗΣ: Έχω μια καταπληκτική ιδέα! Γιατί δεν φωνάζουμε έναν από μηχανής άνθρωπο να λύσουμε τις απορίες μας;!
ΑΡΗΣ: Δηλαδή;
ΕΡΜΗΣ: Να, να ανεβάσει εδώ έναν άνθρωπο, ο Δίας και να τον ρωτήσουμε διάφορα πράγματα…
ΗΡΑ: Έλα Ερμή, σοβαρέψου!
ΕΣΤΙΑ: Έναν άνθρωπο εδώ; Στη σάλα συνεστίασης των θεών;!
ΕΡΜΗΣ: Ε, ναι! Θα τον ανεβάσουμε κοιμισμένο και μετά δεν θα θυμάται τίποτε…
ΔΙΑΣ: Χμμ…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ακόμα κι αν το κάναμε, αυτός θα είναι μόνο ένας άνθρωπος… Ποιος σου λέει ότι οι υπόλοιποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μπορούμε καλύτερα να ζητήσουμε στους κατά τόπους ιερείς μας, να κάνουν δημοσκοπήσεις σε αντιπροσωπευτικά δείγματα βροτών.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Στους ιερείς όμως, οι άπιστοι μπορεί να λένε ψέματα, χωρίς εκείνοι να μπορούν να το ελέγξουν.
ΔΙΑΣ: Χμμ, χμμ…
ΕΡΜΗΣ: Ω, ελάτε τώρα. Θέλουμε ή δεν θέλουμε μία μαρτυρία από πρώτο χέρι;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Καλέ, γούστο θα ‘χει! Ελάτε να το κάνουμε…
ΗΡΑ: Έτσι κι αλλιώς είναι αργά για σήμερα…
ΑΡΤΕΜΗ: Μετά για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα θυμάται τίποτε ο βροτός, μπορούμε να τον σκοτώσουμε.
ΔΗΜΗΤΡΑ: (Στην Άρτεμη) οι άνθρωποι στους από μηχανής θεούς τους, φέρονται με περίσσιο σεβασμό.
ΑΡΤΕΜΗ: (Τσιρίζει) αυτό δα έλειπε…
ΔΙΑΣ: Χμμ, χμμ, χμμ…
ΑΡΗΣ: Εγώ είμαι μέσα!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και τι θα τον ρωτήσουμε;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αυτά που λέγαμε… Αν μας αγαπάνε οι άνθρωποι, τι νιώθουν για εμάς, αν είναι αποφασισμένοι να διαδώσουν τη λατρεία μας, πόσο τους συγκινούν τα κηρύγματα των αλλόθρησκων…
ΗΡΑ: Μα είναι ατιμωτικά, όλα αυτά για μας, ω θεοί! Δεν το βλέπετε;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ε ναι, είναι λίγο, Φούλα, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι πελάτες μας. Και τον πελάτη πρέπει να τον έχεις από κοντά.
ΔΙΑΣ: Έλα, Ποσειδώνα. Άσε και εσύ τα κυνικά! Είμαστε οι αφέντες των θνητών και έτσι οφείλουν να μας αναγνωρίζουν. Στην πράξη τώρα: κανονικά δεν θα συμφωνούσα με την ιδέα τού Ερμή και θα σας έλεγα – όπως και σας λέω – να ξαμοληθείτε και να ενδοσκοπήσετε στην καρδιά και στο πνεύμα πολλών ανθρώπων και μετά να συζητήσουμε όλα όσα ακούσαμε. Όμως τώρα που είμαστε όλοι μαζεμένοι – πράγμα ακριβοθώρητο – είναι ενδιαφέρον να το δοκιμάσουμε, για να έχουμε μία κοινή εικόνα και να μη λέει ο καθένας μετά τα δικά του.
ΗΡΑ: (Μουρμουρίζει) αχ, βρε Ζήνο.
ΔΙΑΣ: Λοιπόν… (Κροταλίζει τα δάκτυλα στον αέρα.)
ΑΘΗΝΑ: Και ποιον θα φέρουμε στον Όλυμπο;
ΔΙΑΣ: Θα βρούμε κάποιον κοιμισμένο. Έναν απλό άνθρωπο, ελεύθερο, όχι πλούσιο, από ελληνική πόλη…
Μπαίνει ο διαβιβαστής.
ΔΙΑΣ: Διαβιβαστή, κάλεσε τον Ύπνο, το Μορφέα και έναν Ωτακουστή. Και έλα και εσύ μαζί τους.
Ο διαβιβαστής υποκλίνεται και βγαίνει.
ΑΡΗΣ: Τέλεια!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Α, τι καλά. (Βγάζει το καθρεφτάκι της και αρχίζει να φτιάχνεται.)
Αμήχανη αναμονή.
ΑΡΤΕΜΗ: (Στον Απόλλωνα) πώς σου φαίνεται τώρα αυτό, Απόλλωνα;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αναρωτιέμαι τι θα βγει… Μάλλον τίποτα.
ΕΣΤΙΑ: (Μόνη της) ελπίζω να είναι καθαρός ο άνθρωπος και να μην λερώσει εδώ μέσα… Τς, τς, τς.
Ο Δίας κτυπάει τα δάκτυλα προς την κουζίνα. Έρχεται ένας υπηρέτης.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: (Υποκλίνεται.) Μάλιστα, μεγαλειότατε;
ΔΙΑΣ: Φέρτε ένα ελαφρύ ανάκλιντρο, εδώ στο κέντρο.
Ο υπηρέτης υποκλίνεται.
ΕΣΤΙΑ: (Μόνη της) τς, τς, τς!
ΑΡΗΣ: (Στον υπηρέτη) φέρε και μια κούπα φιστίκια!
ΗΡΑ: Όχι!
ΑΡΗΣ: Τι όχι; Αφού τελείωσαν τα άλλα.
ΗΡΑ: Είπα, όχι!
ΑΡΗΣ: Μα, μαμά…
ΗΡΑ: Σιωπή! Υπηρέτη, πήγαινε! (Ο υπηρέτης φεύγει φοβισμένος. Στον Άρη) έχεις ταράξει τα Κάσιους… Να τρως το φαγητό σου!
ΑΘΗΝΑ: (Περιπαιχτικά) μα διπλή μερίδα έφαγε…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) θα πρέπει εκτός από την τροφοδοσία μας σε μέταλλα, να συζητήσουμε και για την τροφοδοσία μας σε φιστίκια.
Η Αθηνά σπρώχνει με τρόπο, το δοχείο με τους ξηρούς καρπούς από τα δεξιά της προς το μέρος τού Άρη. Εκείνος την κοιτάει με ευγνωμοσύνη. Μπουκώνεται λίγα φιστίκια.
ΕΡΜΗΣ: Με ένα πινάκιο φιστίκια τον εξαγοράζεις αυτόν.
ΑΡΗΣ: (Μπουκωμένος, σιγά στην Αθηνά) δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε μία πρωτοβουλία εδώ μέσα…
ΑΘΗΝΑ: (Σιγά) ελευθερίες μπορείς να παίρνεις, όχι πρωτοβουλίες.
ΑΡΤΕΜΗ: (Σιγά στον Απόλλωνα) μα δεν ήταν πιο απλό, ο πατέρας να κεραυνοβολήσει τον Ευριπίδη, να τελειώνουμε μία και καλή με αυτή τη σαχλαμάρα, τον από μηχανής θεό;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Για να πείσεις πια τον μπαμπά να κεραυνοβολήσει έναν άνθρωπο… (κουνάει το χέρι του.) Και εδώ που τα λέμε, οι Έλληνες τούς χρειάζονται τους ποιητές τους… Και τους σοφούς και τους ναούς… Να δεις που και μετά από δυόμισι χιλιετίες με αυτούς θα ξελασπώνουνε. Να μου το θυμηθείς!
ΑΡΤΕΜΗ: Και με τους Ολυμπιακούς αγώνες, ε;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Α, για τους αγώνες στην Ολυμπία δεν έχω καταλάβει. Βλέπω μυστήρια οράματα σχετικά με αυτό…
Ενώ θα συνεχίζονται οι διάλογοι, από την κουζίνα μπαίνουν δύο υπηρέτες κουβαλώντας ένα ράντζο. Το στήνουν κατά μήκος στο κέντρο τής σκηνής, υποκλίνονται και φεύγουν αμίλητοι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Σιγά στον Απόλλωνα) Απόλλωνα, υπάρχει ένα θέμα που πρέπει να συζητήσουμε εμείς οι δύο.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σιγά) τι θείε μου;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Σήμερα το πρωί, οι υπηρέτες μου βρήκαν έναν κύκλωπα, νεκρό στη Σικελία. Μου είπαν ότι ένα βέλος στο στήθος του είχε τα δικά σου χρώματα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Α, όχι! Δεν τον σκότωσα με βέλος (δαγκώνεται).
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και γιατί τον σκότωσες;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Λυπάμαι αν σε στεναχώρησε η απώλεια τού συγκεκριμένου κύκλωπα, Ποσειδώνα. Όμως ξέρεις ότι με τους κύκλωπες είμαι από παλιά εχθρός.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και εσύ γνωρίζεις, ότι οι κύκλωπες – όλες οι ράτσες τους – μου είναι αγαπητοί! Ο συγκεκριμένος αμφιβάλλω αν σε προκάλεσε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: … Προκάλεσε την μήνι μίας πολύ μεγάλης θεάς… που σε περίπτωση δίκης, ξέρω ότι θα με υποστηρίξει.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και η πράξη σου έχει προκαλέσει την μήνι ενός θεού υπέρτερου τής πολύ μεγάλης θεάς, που σε περίπτωση δίκης θα κάνει τα στραβά μάτια, αλλά θα στο φυλάει για πολύ καιρό. (Ο Απόλλωνας χαμηλώνει τα μάτια του. Μικρή παύση.) Άκου αγόρι μου, έκανες μεγάλο ατόπημα, αυτή τη φορά. Πρόδωσες την αντρική αλληλεγγύη. Δέχτηκες και έγινες προσωπικός εκτελεστής μίας θεάς – έστω τής βασίλισσας τού Ολύμπου – επειδή εκείνη ζήλευε που ο άντρας της ξέσκαγε πότε –πότε. Και αυτό από το πάθος σου εναντίον των κυκλώπων. (Τον αγκαλιάζει προστατευτικά.) Στέρησες τον άντρα της από τη συντροφιά μιας Νύμφης. Και στενοχώρησες και εκείνον… και εμένα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Α, ώστε ξέρεις τι έγινε…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και βέβαια, ξέρω. Τι θαρρείς; Όλο το πρωινό μπάλωνα τις αποχετεύσεις; Ήταν σωστό αυτό;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Ντροπιασμένος) μπορώ να επανορθώσω;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Ξετυλίγει το χέρι του από τον Απόλλωνα.) Τι απέγινε η Νύμφη;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν γνωρίζω! Την ένιωσα από μακριά να τρέχει αλλά όσο την έψαξα, δεν τη βρήκα. Και μετά δεν είχα χρόνο… Υποτίθεται ότι η… Ήρα θα ασχολιόταν με αυτή.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Θα ειδοποιήσω τις θεότητες των υδάτων σε όλο το νησί να την αναζητήσουν. Όσο για ‘σένα…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Τι μπορώ να κάνω;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μην παρουσιαστείς για αρκετό καιρό σε εκείνα τα μέρη, γιατί θα τρομάξεις τη Νύμφη και θα κρυφτεί περισσότερο. Όταν τη βρούνε οι δικοί μου, θα τη φιλοξενήσω στα δικά μου παλάτια και ας αποφασίσει ο Δίας για τη συνέχεια. (Μικρή παύση.) Λοιπόν εγώ θα σου προσφέρω κάτι. Θα μιλήσω στο Δία με τέτοιο τρόπο – θα το παρουσιάσω ότι εξαναγκάστηκες να το κάνεις – έτσι ώστε όλη η οργή του για ‘σένα να εξανεμιστεί.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μπορείς να το κάνεις, θείε;! (Ο Ποσειδώνας γνέφει καταφατικά. Ο Απόλλωνας αλλάζει ύφος.) Και ποιο είναι το αντάλλαγμα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Θέλω για έναν αιώνα να σταματήσεις να τριβελίζεις τους Υπερβόρειους για να μην νιώθει απειλούμενος ο Ωκεανός.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σηκώνει τα φρύδια) αλλά εγώ…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ξέρω, ξέρω, εσύ δεν είχες τέτοιες προθέσεις. Αλλά ο Ωκεανός είναι γέρο -παράξενος και έτσι το βλέπει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μα έναν αιώνα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Οι δικοί σου εκεί σε αγαπάνε και θα συνεχίσουν και μετά από αυτό να σε αγαπάνε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αν το κάναμε 50 χρόνια;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Με 100 χρόνια, ο Ωκεανός θα καλμάρει και δεν θα πει τίποτα για τις Στήλες τού ανόητου Ηρακλή.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ίσως 60 χρόνια;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αυτό θα είναι το δώρο μου στο Δία και ελπίζω μετά από αυτό να σταματήσει τη γκρίνια για τις παράκτιες πόλεις που κτίζω.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Θα είναι μεγάλο το κέρδος σου, Ποσειδώνα. Ας κατεβάσουμε την τιμή στα 70 χρόνια.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και το δικό σου κέρδος είναι αρκετό. Διατηρείς ακόμα την εύνοια τής Ήρας.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αναρωτιέμαι πόσο μπορώ να βασίζομαι σε αυτό. 80 χρόνια είναι αρκετά για να ‘ναι ευχαριστημένος ο Ωκεανός;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έπρεπε νωρίτερα να το είχες συλλογιστεί. Κάν’ τα 90, για να είμαστε σίγουροι.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και μετά τα… 85 χρόνια, τι θα γίνει;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μετά τα… 85 χρόνια θα γκρεμίσουμε πια τις Στήλες και όλα θα είναι όπως πριν.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Σύμφωνοι, λοιπόν. (Ανταλλάσσουν χειραψία.) Και να σκεφτείς ότι όλα ξεκίνησαν από τη… μεγάλη αγάπη τού Δία για τις Νύμφες…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ανιψιέ μου, έτσι πάει ο κόσμος…
Μπαίνει ο διαβιβαστής.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα προς το Δία και στο τέλος γνέφει σε κάποιους να μπουν.)
ΔΙΑΣ: (Στους άλλους) άργησαν γιατί δυσκολεύτηκαν να ξυπνήσουν τον Ύπνο στο παλάτι του στη Λήμνο. (Γνέφει στο διαβιβαστή να περάσουν στο μπροστινό μέρος τής σκηνής.)
Μπαίνουν ο ωτακουστής, ο Ύπνος και ο Μορφέας. Ο Ύπνος είναι ντυμένος στα λευκά και έχει ένα απλό ραβδί περασμένο στη ζώνη. Θα χασμουριέται συνέχεια και όλο θα δείχνει έτοιμος να κοιμηθεί. Ο Μορφέας είναι ντυμένος με παρδαλά χρώματα και σκουφάκι με κουδουνάκια. Κρατάει ένα ραβδί με κουδουνάκια. Θυμίζει αρλεκίνο. Γενικά, θα χοροπηδάει, θα γελάει κακαριστά αλλά δεν θα μιλάει πολύ.
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Χοροπηδάει και υποκλίνεται) καλή εσπέρα σε όλους μεγάλοι θεοί!
ΜΕΡΙΚΟΙ ΘΕΟΙ: Χαίρε Μορφέα!
ΥΠΝΟΣ: (Τους μισοκοιτάει,πάει κάτι να πει, χασμουριέται έντονα, χαμογελάει.)
ΘΕΟΙ: (Χασμουριούνται με τον ίδιο τρόπο.)
ΔΙΑΣ: Καλώς ήρθατε. Σας χρειάζομαι. (Στο αναμεταξύ, οι τέσσερεις προχωράνε στο μπροστινό μέρος τής σκηνής.) Ύπνε, Μορφέα! Θέλετε να δροσιστείτε με κάτι;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Ποτέ σε ώρα υπηρεσίας, ω Δία. (Κάνει παντομίμα ότι πίνει.)
ΥΠΝΟΣ: (Χασμουριέται.)
ΔΙΑΣ: Λοιπόν, θέλω να ανεβάσετε έναν άνθρωπο κοιμισμένο από τη γη και θέλω να τον κρατήσετε κοιμισμένο. Εμείς θα τού κάνουμε κάποιες ερωτήσεις – ερωτήσεις σχετικά με θεούς και ανθρώπους που κανονικά θα τρόμαζαν οποιονδήποτε θνητό. Εσείς πρέπει να φροντίσετε, ώστε μέσα στον ύπνο του, ο άνθρωπος να μην φοβηθεί και να απαντάει με ειλικρίνεια.
ΜΟΡΦΕΑΣ: Πανεύκολο, ω Δία. Έχω ήδη έτοιμο τέτοιο όνειρο.
ΗΡΑ: Και γιατί έχεις;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Είναι η δουλειά μου αυτή, θεϊκή Ήρα. Σχεδιάζω όνειρα, ατελείωτα όνειρα, που τα περισσότερα δεν θα τα ονειρευτεί ποτέ κανείς.
ΥΠΝΟΣ: (Χασμουριέται) ειδικότητα τού γιου μου. (Γέρνει το κεφάλι και αρχίζει να μισοκοιμάται όρθιος.)
ΔΙΑΣ: Εμπρός λοιπόν. Ας αρχίσουμε. Θα ανεβάσουμε τον θνητό από το πηγάδι των επικλίσεων. (Ο ωτακουστής κοιτάει το πηγάδι και ξύνει το κεφάλι του.) Ωτακουστή, άνοιξε το πηγάδι.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Μάλιστα, αφέντη.
Ο ωτακουστής με το διαβιβαστή ανοίγουν το πηγάδι. Ο Μορφέας πλησιάζει και κοιτάει.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα προς το Δία.)
ΔΙΑΣ: Δεν είναι συγκεκριμένος ο άνθρωπος που θέλουμε να ανεβάσουμε. Ας μας πει ο ωτακουστής, τους υποψήφιους που βλέπει και θα αποφασίσουμε.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Επιθυμείς να αναζητήσω τον άνθρωπο ανάμεσα στους βασιλείς, κύριέ μου; Αυτή την ώρα κοιμούνται πολλοί από αυτούς.
ΔΙΑΣ: Όχι, όχι.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Ανάμεσα στην τάξη των ανώτερων ιερέων; Μήπως ανάμεσα στους αριστοκράτες;
ΔΙΑΣ: Όχι, ούτε. Θέλω έναν απλό άντρα, στη μέση τού βίου του, ελεύθερο, από κεντρική ελληνική πόλη, με οικογένεια, όχι πλούσιο – ούτε φτωχό – σχετικά υγιή…
Ο Ύπνος που όλη αυτή την ώρα τραμπαλίζεται καθώς κοιμάται, πέφτει τελικά προς τα πίσω στο ράντζο.
ΥΠΝΟΣ: (Μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο και συνεχίζει να κοιμάται.)
ΔΙΑΣ: Αυτά!
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Μάλιστα, δεσπότη!
Ο ωτακουστής ψάχνει. Οι θεοί σιγομουρμουρίζουν. Ο Μορφέας με δύο πηδήματα φτάνει τον Ύπνο και τον αγγίζει με το ραβδί του. Εκείνος αρχίζει να στριφογυρίζει χαρούμενος, γελά μέσα στον ύπνο του και που και που σηκώνει ένα χέρι ή πόδι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ποιος θα κάνει τις ερωτήσεις;
ΔΙΑΣ: Ερμή, θέλεις να αναλάβεις εσύ, που ήταν δική σου η ιδέα;
ΕΡΜΗΣ: Νομίζω πως οφείλω να παραδώσω το δικαίωμα στον Απόλλωνα που είναι πιο πολύπειρος από μένα…
ΔΙΑΣ: (Κοιτάει υποψιασμένος τον Ερμή. Στρέφεται στον Απόλλωνα.) Απόλλωνα;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ναι, γιατί όχι; Όμως μήπως θα ήθελες να εκτελέσεις εσύ, αυτό το έργο, Δία;
ΔΙΑΣ: Όχι. Προτιμώ να παρακολουθώ αυτή τη φορά.
ΑΘΗΝΑ: (Σιγά στον Ερμή) τι σκαρφίστηκες πάλι;
Ο Ερμής χαμογελάει.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Ω, Δία! Βρήκα έναν ακριβώς με τα χαρακτηριστικά που μου ζήτησες. Επέστρεφε από την αγορά και από κόπο ενύσταξε, να κοιμηθεί εθυμήθει.
ΔΙΑΣ: Μπράβο, ανεβάστε τον!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Το νου σας, μη σας ξυπνήσει.
ΗΡΑ: Το νου σας μη δει την ανάληψη, μάτι περαστικού.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα στην Ήρα.)
ΗΡΑ: (Μουρμουρίζει) Μμ! Καλά!
ΑΡΤΕΜΗ: (Σιγά στον Απόλλωνα) αν τυχόν ξυπνήσει, πρέπει να τον κεραυνοβολήσουμε, έτσι;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Στο Δία) πατέρα, δεν στέλνεις ένα σύννεφο να καλύψει την επιχείρηση;
Η Ήρα κοιτάει τον Δία επιδοκιμάζοντας.
ΔΙΑΣ: Μην ανησυχείτε. Τα καταφέρνουν τα παιδιά (δείχνει προς τους τρεις γύρω από το πηγάδι).
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Πηγαίνει στον Ύπνο και τον τραβολογάει) ξύπνα! Ο μάγειρας δεν τρώει ποτέ από το δικό του φαϊ.
Ο Ύπνος με πολλά χασμουρητά και πολύ κουρασμένος οδηγείται προς το πηγάδι για να βοηθήσει. Αν και θα συνεργάζεται, ο Μορφέας όλο και χρειάζεται να τον σκουντάει για να μην ξανακοιμηθεί. Οι τέσσερεις βυθίζουν τα χέρια στο πηγάδι και σιγά –σιγά τραβάνε έξω έναν άνθρωπο, ολόκληρο σκεπασμένο με πέπλο. Ο άνθρωπος ροχαλίζει λίγο ή μουρμουρίζει, αλλά ο Ύπνος αγγίζοντάς τον με το ραβδί του, τον αποκοιμίζει τελείως. Κουβαλώντας όλοι μαζί, ξαπλώνουν το σώμα στο ράντζο. Μετά, ο διαβιβαστής παίρνει από το χέρι τον Ύπνο και πηγαίνουν στη δεξιά πλευρά τής σκηνής.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Έτοιμοι, ιερότατε!
ΔΙΑΣ: Ωραία. Τραβήξτε το πέπλο.
Ο ωτακουστής και ο Μορφέας σηκώνουν το πέπλο και το αφήνουν να πέσει μπροστά από το ράντζο. Ο άντρας που κοιμάται είναι μαύρος.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ: (Σκύβουν μπροστά έκπληκτοι) ε!;
ΔΙΑΣ: Τι είναι αυτός;
Ο Μορφέας πέφτει στο πάτωμα.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Ο άνθρωπος που ζήτησες, υπερουράνιε.
ΔΙΑΣ: Μα είναι μαύρος!
Η Εστία τραβάει τα μάγουλά της με τα χέρια της.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Δεν καθόρισες το χρώμα του, παμμέγιστε!
ΔΙΑΣ: Είπα, θέλω έναν Έλληνα.
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Είναι Έλληνας, υπέρλαμπρε. Από τη Μύκονο τον φέραμε.
Η Ήρα μισοπροσποιείται λιποθυμία. Η Αφροδίτη την ψευτοβοηθάει. Η Ήρα βογκάει. Ο Δίας τρίβει το μέτωπό του.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έτσι δουλεύει και η μηχανή τού Ευριπίδη;
Σούσουρο μεταξύ των θεών. Ο Ύπνος αποκοιμιέται πάλι όρθιος. Όσο οι άλλοι μιλάνε, εκείνος θα γείρει με την πλάτη στον τοίχο και μετά θα αρχίσει να γλιστράει. Καταλήγει καθιστός με τα πόδια ανοικτά, την πλάτη στον τοίχο και συνεχίζει να κοιμάται.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Στη Δήμητρα) είναι οι ανταλλαγές των πληθυσμών, βλέπεις…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Έλα, Ήρα μου δεν είναι τίποτα. (Τής βρέχει το μέτωπο.)
ΗΡΑ: Θα με στείλετε στον Άδη, εσείς.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ποιος είπε ότι είναι ευεργετική, η επαφή των Αχαιών με τους άλλους λαούς;
Η Αθηνά δυσανασχετεί. Η Εστία κουνάει το κεφάλι.
ΕΡΜΗΣ: (Στην Εστία) θεία μου, οικογενειάρχης είναι και αυτός. Αυτό δεν έχει σημασία;
ΑΡΗΣ: Ω καιροί, ω ήθη!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) να φέρουμε άλλον, αδερφέ μου.
ΔΙΑΣ: Άνθρωπος είναι κι αυτός! Θα συνεχίσουμε μαζί του. Μορφέα είσαι έτοιμος;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Και βέβαια, υψηλότατε. (Ταμπουρλίζει τα πόδια του. Ανακάθεται.)
Ο ωτακουστής υποκλίνεται ελαφρά και πηγαίνει στην αριστερή πλευρά τής σκηνής. Οι θεοί ησυχάζουν. Ο Μορφέας κάθεται διπλοπόδι δίπλα στο κεφάλι τού ανθρώπου. Αρχίζει να σείει το σκήπτρο του πάνω από το κεφάλι τού ανθρώπου.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Πώς θα αρχίζει το όνειρο;
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Σταματάει. Λίγο ενοχλημένος από τη διακοπή) τα συνηθισμένα. Συναντάει έναν πεθαμένο γνωστό του που τον καθοδηγεί από ένα μυστικό πέρασμα στον Άδη. Περνάνε μέσα από τις οιμωγές τού ερέβους και φτάνουν στο Ηλύσιο πεδίο. Στην κορυφή του συναντάει έναν θεό και αρχίζουν κουβέντα – υποθέτω την αφεντιά σου, Απόλλωνα;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ναι, εμένα.
Ο Μορφέας συνεχίζει τη διαδικασία. Οι θεοί παρακολουθούν απορροφημένοι. Ο άνθρωπος στην αρχή φαίνεται να δυσφορεί, κάνει με τα χέρια κινήσεις σαν να αποδιώχνει πράγματα. Μετά ηρεμεί. Κατόπιν αρχίζει να χαμογελάει και έπειτα να γελάει. Κάποιες φορές, ο Μορφέας σείει το σκήπτρο του πιο έντονα.
ΜΟΡΦΕΑΣ: Έφτασε, ω θεοί.
ΗΡΑ: (Λυγμός.)
Ο άνθρωπος συνεχίζει να γελάει ώσπου ξεκαρδίζεται στα γέλια. Οι θεοί παρακολουθούν αμήχανοι. Ο Μορφέας μάταια προσπαθεί να τον ελέγξει. Στο τέλος τον κτυπάει στο κεφάλι με τη λαβή τού σκήπτρου του και ο άνθρωπος παραλύει.
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Χαμογελώντας προς τους θεούς, ανοίγει τα χέρια του σαν να τους προσφέρει κάτι.) Έτοιμος Απόλλωνα. Δικός σου!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σηκώνεται, ακουμπάει τα χέρια στο τραπέζι, κοιτάει δεξιά –αριστερά, ξεροβήχει. Αυστηρά) ποιος σε έπλασε, θνητέ και ποιος σε διαφεντεύει;
Ο Μορφέας πετάγεται. Ανεμίζει τα χέρια και τα δάκτυλά του σαν να προσπαθεί να εμποδίσει τη φωνή τού Απόλλωνα να φτάσει στον Άνθρωπο. Έπειτα κάνει έντονο νόημα στον Απόλλωνα να είναι πιο ήπιος.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Δυσανασχετεί, βάζει τα χέρια στη μέση του, αλλά απευθύνεται ευγενικά στον Άνθρωπο.) Καλώς όρισες, φίλε μου!
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: (Τρίβει το πονεμένο κεφάλι του) νιώθω μία ζάλη.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Μειλίχια) θα φταίει σίγουρα, η διαφορά ώρας…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πού είμαι; Και ποιος είσαι εσύ; Σαν θεός είσαι λαμπρός και όμορφος και πιο πολύ!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Κορδώνεται, μουρμουρίζει) ε, βέβαια. (Δυνατά) βάδισες στα χνάρια τού Ορφέα άνθρωπε και είσαι ακόμα ζωντανός. Εγώ είμαι ένας από τους ουράνιους θεούς. Ονόμαζέ με Φοίβο αφού αποκάλυψες ότι είμαι λαμπρός. Και εσένα; Πώς να σε φωνάζω, ενάρετε άνθρωπε;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Επιδαψηλίδης είναι το όνομά μου, ω Φοίβε θεέ.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και με τι ασχολιόσουν στη γη, Επιδαψηλίδη, πριν γίνεις ο εκλεκτός για αυτό το ταξίδι;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Είμαι κατασκευαστής και προμηθευτής ειδών λαϊκής τέχνης, σε καταστήματα με αναμνηστικά για τους ταξιδιώτες.
Όλοι οι θεοί στρέφονται στον Ερμή.
ΕΡΜΗΣ: Ε, τι με κοιτάτε; Σας είπα ότι θα ιδρύσω νέες μορφές εμπορίου…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Υποψιασμένος) δεν μου λες, Επιδαψηλίδη, μήπως κατασκευάζεις και κλεψύδρες τοίχου;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Μμ, είχα φτιάξει μία παρτίδα κάποτε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μιλάω για κάποιες με πράσινη πέτρα πάνω και κάτω και άμμο από τριμμένη ελαφρόπετρα τής Θήρας…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Α, όχι. Αυτές τις εισάγω από μία πολύ μακρινή χώρα στην ανατολή… Θες να σου βρω τέτοιες, ω Φοίβε μου;
Οι θεοί παρακολουθούν απορροφημένοι.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Είχα ήδη αγοράσει μία, άνθρωπε μου, σε ένα νησί και σε λίγο καιρό έχανε τρεις κόμπους σε κάθε βοϊδόσκοινο.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πού την είχες τοποθετήσει, Φοίβε μου;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Στη βεράντα ενός εξοχικού μου στη Δήλο.
ΔΙΑΣ: (Μουρμουρίζει) τελείωνε, Απόλλωνα!
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: (Εμπιστευτικά) αυτό φταίει. Άκου: αυτές τις κλεψύδρες δεν τις κάνουν αδιάβροχες. Όταν τις αφήνεις σε υγρασία, η τριμμένη ελαφρόπετρα Θήρας γρομπιάζει. Αν θες όμως, σου βρίσκω εγώ, κλεψύδρα φίνα. Υδατοστεγή, αεροστεγή, άθραυστη. Αντέχει 40 πήχεις μέσα στη θάλασσα!
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Μουρμουρίζει στον Απόλλωνα) πού τις βρήκε αυτές;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ποιος φτιάχνει τέτοιες κλεψύδρες, Επιδαψηλίδη;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Τις σχεδίασε ένας περίεργος Γαλάτης που του αρέσει να βουτάει στα βαθιά και μετά διηγείται τι είδε στους στεριανούς. Με το αζημίωτο, βέβαια. Αν έχεις κανένα φιλαράκι που ενδιαφέρεται για τέτοια κόλπα, πες μου και τού βρίσκω εγώ ότι εξοπλισμό θέλει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Αγανακτισμένος, σιγά στη Δήμητρα) δεν ξέρω τι λέει αυτός, πάντως τα σχέδια, από το εργαστήριό μας τα κλέψανε…
Στο αναμεταξύ ο Απόλλωνας κοιτάει τον Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας τον Απόλλωνα και ετοιμάζεται να πει κάτι. Ο Δίας τούς κοιτάει βλοσυρά και ταμπουρλίζει τα δάκτυλα στο τραπέζι. Ο Ποσειδώνας σταματάει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Στον Επιδαψηλίδη) όχι για την ώρα, φίλε μου, αλλά θα το έχω υπ’ όψη μου. Τώρα…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Κι ότι άλλο θέλεις, μη διστάζεις. Εγώ είμαι εδώ. Ο γνωστότερος προμηθευτής για είδη λαϊκής τέχνης και αναμνηστικά. (Στρέφει το κεφάλι γύρω του χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Καθώς ο Απόλλωνας ετοιμάζεται να μιλήσει, τον κόβει.) Και από ότι βλέπω, ίσως εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε καλές δουλειές. (Η Εστία κτυπάει το μάγουλό της.) Εσύ δεν είσαι τού εμπορίου, ε, Φοίβε μου;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Με ανωτερότητα) εγώ είμαι τής τέχνης, τής αρμονίας…
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Α! Αδερφέ μου! Πάντα έλεγα πόσο δεμένα είναι η τέχνη και το εμπόριο! Αν δεν συνεργαζόμαστε εμείς οι δύο, ποιοι άλλοι;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Χμμ… (Σαρδώνια, κοιτώντας τον Ερμή) έχω να σου γνωρίσω κάποιον άλλον εδώ που σίγουρα θα μπορούσατε να συνεργαστείτε… (Ηρεμεί) όμως αργότερα Επιδαψηλίδη. (Μικρή παύση. Ο Μορφέας κουδουνίζει το σκήπτρο πάνω από το κεφάλι τού Επιδαψηλίδη και εκείνος χαλαρώνει.) Βλέπω φίλε μου, ότι είσαι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος. Τώρα που έχω την ευκαιρία να συζητώ μαζί σου, λύσε μου σε παρακαλώ κάποιες απορίες που είχα πάντα για τους ανθρώπους. (Μικρή παύση. Σκύβει μπροστά.) Ποιος πιστεύεις ότι έπλασε εσένα και τη φυλή σου στα αρχαία τα χρόνια;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Για εμένα, η μητέρα μου, Αγαθήλεια, κοιλοπονούσε τρεις ημέρες πριν ελευθερωθεί. Όσο για τη φυλή μου… αυτό και ένα παιδί το ξέρει. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, από τα κόκκαλα τής Μητέρας –γης.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και πιο πριν; Ποιος έπλασε τους προγόνους τού Δευκαλίωνα και τής Πύρρας;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Μα, οι μεγάλοι θεοί.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δηλαδή;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Φοίβε μου, ανάλογα σε ποιον ναό θα ρωτήσεις κάτω στη γη, άλλη απάντηση θα λάβεις. Άλλοι λένε πως ο πατέρας Δίας μάς έφτιαξε, άλλοι επικαλούνται τη Γαία. Μερικοί είναι σίγουροι ότι μας έφτιαξε από πηλό ο Προμηθέας και άλλοι υποστηρίζουν ότι στην αρχή, ο άνθρωπος πλάστηκε με δύο κεφάλια, τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια. Αλλά κάτι τέτοιες τερατολογίες, μόνο σε κάποια σνομπ συμπόσια, τις ακούς…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μας αγαπάτε, λοιπόν, εσείς οι άνθρωποι για τη ζωή που σας δώσαμε;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: (Σκέφτεται.) Είναι δύσκολη η ζωή που μας δώσατε. Εγώ ας πούμε, όλη μέρα στο τρέξιμο, να βρω τους εισαγωγείς, να λαδώσω τους πρυτάνεις, να δώσω δωράκια στους παραγγελιοδόχους, να ‘χω και τους μαγαζάτορες να προσπαθούν να μου κόψουν τον οβολό στη μέση… Τι τα θες και εκείνοι ζορίζονται. Και το βράδυ όταν κάνω ταμείο, βλέπω ότι ίσα που έβγαλα το φαγητό τής ημέρας και τα υπόλοιπα πρέπει πάλι να τα ρισκάρω αύριο. Μια αγωνία είναι το εμπόριο. Άγχος, χαλάς το στομάχι σου…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Μουρμουρίζει) εγώ μια χαρά σε βλέπω… (Προσπαθεί να τού εκμαιεύσει κάποια καλά σχόλια.) Τώρα με τον Περικλή, δεν ενισχύθηκε η οικονομία τής αμφικτιονίας;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Ε, ναι. Αλλά έχει σκληρύνει πολύ η αθηναϊκή δραχμή και αυτό δυσκολεύει πολύ εμάς τους συμμάχους στις εξαγωγές μας…
Μερικοί θεοί ξύνονται με απορία.
ΕΡΜΗΣ: (Σιγά στην Αθηνά) μα τι παραπονιέται; Αυτός εισαγωγέας είναι… (Η Αθηνά τον κοιτάει ειρωνικά.)
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Δεν βαριέσαι. (Ξαφνικά μελαγχολεί.) Υπάρχουν και τα χειρότερα. Αρρωσταίνουμε, κλαίμε, ματώνουμε και κάποιες φορές νιώθουμε ότι εσείς δεν μας αγαπάτε.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μήπως θα ‘ταν λοιπόν καλύτερα, να κλείνει ο άνθρωπος τα μάτια του και να παραδίνεται στο βασίλειο των σκιών;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Αστειεύεσαι, Φοίβε; Αχαιοί είμαστε! (Μερικοί θεοί δαγκώνονται και άλλοι κουνάνε τα κεφάλια.) Όσο μπορούμε, έξω καρδιά. Χαιρόμαστε και αγαπάμε πολύ τη ζωή και τον τρέμουμε τον Άδη. Σας ευγνωμονούμε για το δώρο σας.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Μας λατρεύετε λοιπόν μέσα από την καρδιά σας; Θα συνεχίσετε να ευφραίνετε τους θεούς με προσφορές και τσίκνα, με τους τρόπους που σας έχουν διδάξει;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Α, πάντα είναι φρόνιμο να τα έχεις καλά με τους θεούς. Σεβόμαστε τον πατέρα Δία, κτίζουμε ναούς και προσφέρουμε θυσίες σε εκείνον και στους άλλους θεούς. Οι γεωργοί μας ποτέ δεν ξεχνάνε το πρώτο σιτάρι τού θερισμού και ο πρώτος μούστος τού τρύγου να δοθούν σπονδή στη θεά Δήμητρα, στο Διόνυσο και στο θεό Απόλλωνα. Γιατί να αλλάξουμε τρόπους; Αυτούς μάς έμαθαν οι πατέρες μας που τους δίδαξαν οι δικοί τους. Μας ευχαριστούν, είναι οικονομικοί και ποιος έχει τώρα καιρό να αναζητά άλλους;
Οι θεοί αλληλοκοιτάζονται θορυβημένοι. Ανακινούνται στα καθίσματά τους.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και ποτέ δεν μας κακολογείτε ούτε αμφιβάλλετε για εμάς;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πώς να αμφιβάλλουμε, Φοίβε μου; (Χειρονομεί.) Η δύναμή σας είναι πλέρια. Πολλές φορές στη ζωή του, βλέπει κάθε άνθρωπος, συγγενείς και φίλους του να συντρίβονται. Να, εγώ είχα ένα ξαδερφάκι - Αερόπουλος το όνομά του. Είχε μια αποθήκη γεμάτη αυθεντικά κιλίμια από την πολεμική σκηνή τού Αγαμέμνονα. Έπεσε κεραυνός και τά ‘καψε όλα. Παράκρουση έπαθε ο άνθρωπος. (Μερικοί θεοί στρέφονται και κοιτάζουν το Δία. Εκείνος κρατώντας το σαγόνι του προσπαθεί να θυμηθεί.) Τι τα θες; Ένα τίποτα είμαστε. (Ο Απόλλωνας παρασυρμένος κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.) Όταν κάποια μεγάλη συμφορά μάς κτυπήσει, ψάχνουμε οι άνθρωποι σε τι φταίξαμε και ξεσηκώσαμε την οργή σας. Και τότε στην άκρη τού μυαλού, ένα παράπονο βρίσκει ευκαιρία να σπιθίσει. Όμως φοβόμαστε από τα φυλλοκάρδια μας να το αφήσουμε να ανάψει φωτιές και πάντα βρίσκουμε έναν κακό λόγο να ρίξουμε στους εαυτούς μας.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Καλέ, αυτός λέει τα ίδια με τον Ηρακλή!
ΑΡΤΕΜΗ: Και είναι βλάσφημος.
ΗΡΑ: Εξυφαίνεται συνωμοσία.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) είπε τέτοια πράγματα ο Ηρακλής;
Ο Δίας γνέφει καταφατικά.
ΑΘΗΝΑ: Εντάξει, εντάξει. Ο Ηρακλής απλά μάς μετέφερε τα λόγια των ανθρώπων.
ΗΡΑ: Επιτέλους, Αθηνά! Δεν είπα ότι ο Ηρακλής συνωμοτεί. Συνωμοσία των ανθρώπων εννοούσα.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Πράγματι, αν σκεφτούμε ότι αυτά που μας μετέφερε ο Ηρακλής, είναι από μακρινές χώρες…
ΔΙΑΣ: Ησυχάστε, παρακαλώ. Ας συνεχίσουμε. Απόλλωνα…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Είστε έτοιμοι, ω Επιδαψηλίδη, να διαδώσετε τη λατρεία μας, όπως οι πρόγονοί σας έκαναν;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Κάποιες φορές έχω την υποψία, Φοίβε μου, ότι οι πρόγονοί μας, όχι μόνο δεν το έκαναν αυτό, αλλά διδάχτηκαν τη λατρεία σας από άλλους λαούς. Αλλά προφανώς είναι παραλήρημά μου… Τώρα, αν εμείς θα κηρύξουμε τη θρησκεία μας; Ω, βέβαια! Γιατί όχι; Είναι προς το συμφέρον μας. Η επιρροή μας θα αυξηθεί, οι συνεργασίες και το εμπόριο θα επεκταθούν, περισσότεροι περιηγητές θα έρχονται και θα αγοράζουν αναμνηστικά… (Γυρίζει προς την πλατεία και μουρμουρίζει) θα ξεπουλήσω και ‘γω, εκείνο το στοκ από κλεψύδρες με αλεσμένη ελαφρόπετρα Θήρας, που έχω… (Δυνατά) βέβαια, όσο είναι δυνατό. Όταν οι άλλοι λαοί δεν θέλουνε, δεν επιμένουμε. Καλύτερα ειρήνη με διαφορετικούς θεούς, παρά πόλεμοι για τους ίδιους.
ΔΙΑΣ: Α, τον δειλό!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και πόσο σε συγκινούν τα κηρύγματα των αλλοθρήσκων;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Καλέ, εσύ ολόκληρη ανάκριση μού κάνεις! Μήπως είσαι τελάλης ειδήσεων; (Ο Απόλλωνας κοκκινίζει και αγριεύει. Ο άνθρωπος κουνάει το χέρι του στον αέρα σαν να κτυπάει φιλικά τον ώμο τού θεού.) Έλα, αστειεύομαι! (Σκέφτεται.) Άκου, Φοίβε μου. Έχω ένα στοκ από κλεψύδρες με αλεσμένη ελαφρόπετρα Θήρας, στην αποθήκη, απούλητο. Έχω έναν υπηρέτη, πολύ πιστό άνθρωπο, που επιμένει στο δικό του θεό. Κάθε μέρα ανάβει το λυχνάρι και παρακαλεί: «Πλούτε μου, βοήθα μας να πουλήσουμε τούτες τις μπακατέλες, μην μας μείνουν». Έχω και έναν άλλο υπηρέτη, πιο ελευθέρων ηθών. Αυτός όταν γυρνάει με τις παρέες του και το ‘χει τσούξει λίγο, φωνάζει: «βρέστε μου ένα θεό να μού πουλήσει αυτά τα … και εγώ θα πιστέψω σε ‘κείνον!». Ε, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος το έδιωξε το εμπόρευμα. Καταλαβαίνεις πού το πάω; Και οι αλλόθρησκοι και εμείς την ίδια γη αντιμετωπίζουμε, την ίδια βροχή και τον ίδιο ήλιο. Τους έχω δει. Δεν είναι πιο ευτυχισμένοι, ούτε πιο πλούσιοι ώστε να ζηλέψω τους θεούς τους. Γιατί να αναζητά λοιπόν η οικογένειά μου άλλες λύσεις;
ΑΘΗΝΑ: Αυτό είναι ανήκουστο!
ΗΡΑ: Ω αθλιότητα, ω έπαρση!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ και ΕΡΜΗΣ: Αχαριστία!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ και ΑΡΤΕΜΗ: Φρίκη!
ΔΗΜΗΤΡΑ και ΑΡΗΣ: Αυταρέσκεια!
ΕΣΤΙΑ και ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ύβρις!
ΥΠΝΟΣ: (Ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι, ανοίγει τα μάτια και φωνάζει) κάν’τε ησυχία! Θα μας ξυπνήσετε! (Οι θεοί τινάζονται. Το ίδιο άμεσα, κλείνει τα μάτια, γέρνει το κεφάλι και ξανακοιμάται. Οι θεοί τον κοιτούν έκπληκτοι.)
Μικρή παύση. Ο Μορφέας σείει το σκήπτρο του πάνω από τον κοιμισμένο άνθρωπο.
ΔΙΑΣ: Ούτε εμένα μού άρεσαν αυτά που άκουσα, συνάδερφοί μου. Το πρακτικό πνεύμα δεν αρμόζει με την πίστη. Όμως να τελειώνουμε. Εμπρός Απόλλωνα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος. Μιλάει μαλακά αλλά το πρόσωπό του είναι σκληρό.) Λοιπόν, φίλε μου Επιδαψηλίδη, τι θα θέλατε οι άνθρωποι να ζητήσετε τώρα από τους θεούς;
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Ω! Αν μπορούσα να έχω μία αποκλειστικότητα για τα ξυλόγλυπτα στα μαγαζιά τής Μιλήτου… (Ξαφνικά σοβαρεύει. Σκέφτεται.) Αν κάτι θέλατε να μας προσφέρετε: ας είχε η ζωή μας λιγότερο πόνο. Αλλά, αν και αυτό δεν γίνεται, τουλάχιστον αφήστε μας ήσυχους. Μη μας τριβελίζετε. Όση τιμή και εκδίκηση ανταλλάξαμε μεταξύ μας είναι αρκετές για τα όσα σας χρωστάμε για τη γέννησή μας!
Οι θεοί μένουν άφωνοι. Παύση. Ξαφνικά, ο Δίας σηκώνεται και με μία πλατιά επιτακτική κίνηση δείχνει στους τέσσερεις που είχαν φέρει τον άνθρωπο να τον πάρουν. Ο Απόλλωνας κάθεται αργά. Ο διαβιβαστής ταρακουνάει τον Ύπνο, εκείνος πετάγεται με αστείες χειρονομίες. Ο Μορφέας ήδη τυλίγει το πέπλο επάνω στον άνθρωπο που κάνει αστείες χειρονομίες. Οι τέσσερεις γρήγορα σηκώνουν τον άνθρωπο και τον κατεβάζουν στο πηγάδι. Ο διαβιβαστής και ο ωτακουστής σφραγίζουν το πηγάδι. Ο Ύπνος αρχίζει πάλι να «κουτουλάει».
ΔΙΑΣ: Ύπνε, Μορφέα! Σας ευχαριστώ για το έργο σας. Δεν θα σας χρειαστούμε άλλο. Πηγαίνετε και καλή αντάμωση.
ΜΟΡΦΕΑΣ: Όλα τα αιθέρια όνειρα να σε συντροφεύουν, Δία. Και εσάς τους άλλους θεούς, μακαριότητα!
Οι θεοί κουνάνε τα κεφάλια τους.
ΥΠΝΟΣ: Αχ, χουμφ. (Χασμουριέται.)
ΜΟΡΦΕΑΣ: (Καθοδηγεί τον Ύπνο προς την κεντρική είσοδο.) Έλα μπαμπάκα.
ΗΡΑ: (Αρπάζει το Μορφέα καθώς περνάει δίπλα της.) Σίγουρα δεν θα θυμάται τίποτα από όσα έγιναν εδώ;
ΜΟΡΦΕΑΣ: Σίγουρα, μεγάλη Ήρα. Θα είναι το ίδιο σαν να ‘χει φάει βαριά κουκιά…
Ο Μορφέας και ο Ύπνος φεύγουν.
ΔΙΑΣ: (Κάθεται. Γνέφει στον ωτακουστή και στο διαβιβαστή) πηγαίνετε!
ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ: Μάλιστα, διαυγέστατε!
Ο ωτακουστής και ο διαβιβαστής υποκλίνονται και φεύγουν από την κεντρική είσοδο.
ΗΡΑ: (Αργά, «θεατρινίστικα») ιδού ο άνθρωπος!
ΔΗΜΗΤΡΑ: Μας παροπλίζουν.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μας δίνουν σύνταξη!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Τι είναι σύνταξη;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αυτό που μου ζητάνε τα δελφίνια.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Α, ναι!
ΗΡΑ: Κατά Πλούτωνα πάει η ανθρωπότητα.
ΑΡΗΣ: Μόνο αν την καταστρέψουμε, θα σωθεί.
ΕΡΜΗΣ: Κατακλυσμός;
ΔΙΑΣ: Το απαγορεύουν οι Μοίρες.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ηφαίστειο;
ΗΡΑ: Το απαγορεύουν οι Κήρες.
ΑΘΗΝΑ: Σεισμός;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Είναι τα χέρια μας δεμένα…
ΑΡΤΕΜΗ: Λοιμούς;
ΑΡΗΣ: Αν κάναμε αίτηση στις Μοίρες; Ίσως το διαπραγματεύονταν.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Ποτέ δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα.
ΔΙΑΣ: Μην ακούω τέτοια…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Και μετά λέμε τον Ηρακλή, μαλθακό.
ΕΣΤΙΑ: Τι ντροπή για θεούς να νιώθουμε έτσι αδύναμοι.
ΑΡΗΣ: Αν αφήναμε τον Ήφαιστο να τους διδάξει τις ευρεσιτεχνίες του;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Εδώ που τα λέμε… Έτσι, σύντομα θα αυτοκαταστρέφονταν.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Βλοσυρός) α, για να σας πω!…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ναι, αλλά μετά τέλος η τσίκνα.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Στο κάτω –κάτω αυτούς έχουμε.
ΕΣΤΙΑ: Αν τους αφανίσουμε, δεν θα προλάβουμε να φτιάξουμε νέους. Τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Άλλοι λαοί θα πάρουν αμέσως τη θέση τους.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Μόνος του) έτσι έχασα και εγώ κάποτε την Ατλαντίδα και μετά…
ΑΡΤΕΜΗ: (Κοιτάει ανήσυχη τον Απόλλωνα) και θα μείνουμε στα αζήτητα, ε;
ΑΘΗΝΑ: Μη μιλάτε έτσι.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Προπάντων ψυχραιμία.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Πρέπει να το συζητήσουμε.
ΔΙΑΣ: Ακριβώς αυτό! Θα καλέσω πανθεϊκό συμβούλιο εδώ στον Όλυμπο. Θα προσέλθουν όλη η πρώτη, δεύτερη και τρίτη τάξη θεών.
ΗΡΑ: Μα δεν χωράνε όλοι αυτοί εδώ, Ζήνο.
ΔΙΑΣ: Χμ, δίκιο έχεις. Να το κάνουμε στο συνεδριακό κέντρο που κτίζουν οι φίλοι των αοιδών στην Αθήνα.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Και πότε θα το συγκαλέσεις, ω Δία;
ΔΙΑΣ: Αμέσως μετά τους αγώνες των ανθρώπων στην Ολυμπία.
ΕΡΜΗΣ: Και το άλλο το συνέδριο, Δία, που έλεγες να κάνουμε στη Νέα σελήνη, οι δώδεκά μας;
ΔΙΑΣ: Όχι, θα το αφήσουμε αυτό. Θα ενσωματωθεί στο μεγάλο συνέδριο. (Μικρή παύση.) Αυτά για σήμερα, φίλοι μου. Ας πάμε τώρα, ο καθένας στον τόπο του και ας σκεφτούμε.
Πιάνει το ποτήρι του και σηκώνεται αργά. Όλοι οι θεοί σηκώνονται σπρώχνοντας πίσω τις καρέκλες τους. Γενική πρόποση.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ: Στο μεγαλείο μας! / Στη δόξα μας! / Στη χαρά μας! / Στη λαμπρότητά μας!
Όλοι πίνουν νέκταρ. Μετά σιγά –σιγά αρχίζουν να ετοιμάζονται. Σούσουρο καθώς παίρνουν τα πράγματά τους από τις κρεμάστρες. Ο Ήφαιστος ταχτοποιεί τα κομμάτια τού κεραυνού στις τσέπες του.
ΑΡΤΕΜΗ: Έλα να φύγουμε μαζί, Απόλλωνα.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν μπορώ σήμερα, Αρτεμάκι. Έχω κανονίσει μερικές δουλειές. Θα φύγω με τον Ερμή. (Η Άρτεμη τον κοιτάει στενοχωρεμένη.) Ω, μην σκοτίζεσαι. Θα περάσω αύριο –μεθαύριο από το δάσος να σε δω.
ΑΡΤΕΜΗ: Να ‘ρθεις.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Πάντως, καλά περάσαμε σήμερα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Είπαμε… Και τι δεν είπαμε.
ΑΡΤΕΜΗ: Και το φαϊ ήταν καλό!
ΕΣΤΙΑ: Εμένα μου άρεσε το ψάρι τού Ωκεανού.
ΑΡΗΣ: Και οι μελιτζάνες τής Δήμητρας ήταν μούρλια.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Προσπαθεί να δέσει τα φτερά του. Στον Ερμή) με βοηθάς να δέσω αυτό στον ώμο μου;
ΕΡΜΗΣ: Όχι! (Αλλά τονβοηθάει.)
ΔΗΜΗΤΡΑ: Να μαζευόμαστε συχνότερα, βρε παιδιά. Καλά είναι.
ΔΙΑΣ: Όταν εγώ σας το λέω…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Στον Απόλλωνα) δεν έχεις αυτόματες πόρπες;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Όχι, είμαι παλαιομοδίτης.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ίσως θα μπορούσαμε…
ΑΘΗΝΑ: (Στη Δήμητρα) να το ξανακάνουμε. Σύντομα.
ΕΣΤΙΑ: Ναι, βρε παιδιά μου. Ανοίγει και μένα η καρδιά μου όποτε σάς βλέπω όλους. Αλλά να μην τσακώνεστε στο τραπέζι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Όχι, καλέ Έση. (Την τυλίγει με το μπράτσο του) απλώς κουβεντιάζουμε.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Δεν είδες πόσα σημαντικά πράγματα ειπώθηκαν σήμερα;
ΕΣΤΙΑ: Ναι, βέβαια! Να βάλουμε και τζαμωτή στα παράθυρα…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: (Ψάχνεται. Γυρίζει στον Άρη που συνομιλεί με την Αθηνά.) Αχ, καλέ Άρη μου, έχασα το μαντιλάκι μου. Βοήθα με να το βρω. (Ο Άρης αφήνει την Αθηνά. Ψάχνει κάτω από το τραπέζι και τα καθίσματα. Η Αθηνά κοιτάει φαρμακερά την Αφροδίτη. Η Αφροδίτη κοιτάει το πάτωμα. Ο Ερμής γελώντας ανασηκώνει καρέκλες για να ψάχνει ο Άρης από κάτω. Η Αφροδίτη ξανακοιτάει στο τσαντάκι της.) Αχ, καλέ εδώ είναι, Άρη μου το βρήκα! (Ο Άρης σηκώνεται.) Κοίτα που τρυπώνουν καμιά φορά… Ευτυχώς, γιατί είναι το αγαπημένο μου.
Ο Άρης φιλάει την Αφροδίτη. Εκείνη κοιτάει «γλυκά» την Αθηνά. Φουρκισμένη εκείνη μαζεύει τα όπλα της.
ΗΡΑ: Όμως Δία, την εποχή που διάλεξες για το συμβούλιο, ο Ήλιος πλησιάζει με το άρμα του τη Γη και κάνει μεγάλες ζέστες. Όλοι οι θεοί φεύγουν στα εξοχικά τους να παραθερίσουν…
ΔΙΑΣ: Εγώ το επέλεξα για να σας δώσω όλο το χρόνο να προετοιμαστείτε. Και να μην έχετε κάτι άλλο προγραμματισμένο για τότε.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αν το σπρώχναμε λίγο πιο πίσω, στις αρχές τού Φθινοπώρου; Το Βοηδρομιώνα, ας πούμε.
ΔΙΑΣ: Αδύνατον. Δεν χωράει άλλη αναβολή. Αν θέλετε το τραβάμε μπροστά, μισό φεγγάρι πριν τα Ολύμπια.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Δία, εκείνη την εποχή γυρίζουμε με την κόρη μου στους αγρούς για το θερισμό.
ΔΙΑΣ: Ίσως αμέσως πριν την αρχή τού θερισμού;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Πατέρα, θα είμαι ακόμα στη Μεσοποταμία να επιτηρώ την κατασκευή τού φράγματος.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν θα το έχεις διαλύσει ως τότε;
ΔΙΑΣ: Ε, δεν θα μένεις συνέχεια εκεί. Στα μέσα τού Σκιροφοριώνα μπορείτε όλοι σας;
ΗΡΑ: Δία, υποσχέθηκες ότι φέτος θα πάμε διακοπές, το Σκιροφοριώνα.
ΔΙΑΣ: Ναι, χρυσή μου, σού υποσχέθηκα, αλλά δεν ήξερα…
ΗΡΑ: Πέντε χρόνια δεν έχω βγει από αυτό το παλάτι, καλοκαίρι! Θεά είμαι και ‘γω!…
ΑΘΗΝΑ: Αμ’ έπος, αμ’ έργον. Αφού επειγόμαστε γιατί δεν το κάνουμε στο τέλος τού Θαργηλιώνα;
ΑΡΤΕΜΗ: Εγώ θα είμαι ακόμα στη χώρα των Αμαζόνων, αλλά θα έρθω.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δεν ξέρω αν μπορώ. Κλείνει εποχή τότε και κάνω την εξάμηνη περιοδεία μου στα μαντεία.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Για εμένα θα είναι δύσκολο το Σκιροφοριώνα, αλλά αν επιμένετε…
ΕΡΜΗΣ: Δεν γίνεται τον Θαργηλιώνα. Είναι πολύ κοντά. Ένα σωρό θεοί θα έχουν κανονίσει άλλα πράγματα.
ΔΙΑΣ: Ααα, φτάνει! Σας βαρέθηκα. Ισχύει αυτό που είπα στην αρχή: την πρώτη εβδομάδα τού Μεταγειτνιώνα θα γίνει πανθεϊκό συνέδριο. Θα στείλω την επίσημη πρόσκληση με τους αϊτούς και τους άλλους ταχυδρόμους μου. Και όποιον από εσάς λείψει, θα τον υποβιβάσω στις θέσεις από 13 έως 24!
ΑΡΗΣ: Μμμ! Χαρά που θα κάνει ο Διόνυσος.
Οι Θεοί αρχίζουν να βγαίνουν. Αποχαιρετιούνται.
ΔΗΜΗΤΡΑ: (Φιλιέται με την Ήρα) γεια σου Ήρα μου. Θα σε δω σε λίγες ημέρες στη γιορτή των κεντήστρων.
ΗΡΑ: Στο καλό αδερφούλα μου. (Σιγά) προσπάθησε να έρχεσαι πιο συχνά. Δεν ξέρεις πόσο χαίρεται ο Δίας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Δήμητρα, πετάμε μαζί μέχρι το θεσσαλικό κάμπο;
ΔΗΜΗΤΡΑ: Χαίρε Δία. Χαίρετε όλοι σας.
ΔΙΑΣ: Να είσαι χαρούμενη, Δήμητρα!
ΕΣΤΙΑ: Χαίρε! (Δήμητρα και Ήφαιστος βγαίνουν.) Ποσειδώνα, δώσε την αγάπη μου στην Αμφιτρίτη. Και μην αργείς άλλη φορά στο τραπέζι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ήταν έκτακτο. Έλα και εσύ αύριο με την Ήρα να μας δεις.
ΕΣΤΙΑ: Ω, με ξέρεις εμένα. Δύσκολα ξεκουνιέμαι από ‘δω.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Αγκαλιάζει την Εστία και μετά την Ήρα.) Φούλα μου σε περιμένω.
ΗΡΑ: Βρε Ποσειδώνα, τώρα που έχετε τους μάστορες, μήπως δεν βολεύεται η Αμφιτρίτη;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Καλέ, αστειεύεσαι; Εκείνη κάθεται στο θρόνο της και διατάζει. Εγώ τρέχω.
ΗΡΑ: Αχ, εσείς οι άντρες! Νομίζετε ότι το νοικοκυριό κρατιέται μόνο του.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στο Δία) χαίρε αδερφέ!
ΔΙΑΣ: Καλό δρόμο. Να προσέχεις με αυτό το ρήτορα και τα συμβόλαια. Κυκλοφορούν πολλοί απατεώνες.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Στο καλό, θείε!
Ο Ποσειδώνας κλείνει το μάτι στον Απόλλωνα και βγαίνει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Άρτεμη, χαρά σε σε.
ΑΡΤΕΜΗ: Μμ. Να είσαι αψύς! (Τού δίνει ένα πεταχτό φιλί.)
ΑΡΗΣ: (Στην Αθηνά) θα επιστρέψεις στο πεδίο;
ΑΘΗΝΑ: Όχι, έχει βραδιά σοφιολογίας στην Πνύκα και μου έχουν προσευχηθεί να πάω.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ω, θα είναι συναρπαστικό!
ΑΘΗΝΑ: Εσύ τώρα γιατί μου κολλάς;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Αμάν καλέ, ούτε ένα αστείο δεν μπορούμε να κάνουμε. Μας έχει φάει η σοβαρότητα.
ΑΘΗΝΑ: Χαρές σε όλους. Χαίρε μπαμπά.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΘΕΟΙ: Χαρά σε σε, Αθηνά.
ΔΙΑΣ: Χαίρε κόρη μου.
Η Αθηνά βγαίνει φουρκισμένη. Στο μεταξύ ο Απόλλωνας και ο Ερμής έχουν φορέσει όλη την εξάρτησή τους, έχουν ξεγλιστρήσει στο μέσο τής αίθουσας και ετοιμάζονται να φύγουν από το αριστερό παράθυρο. Αρχίζουν να τρέχουν. Η Εστία τους αντιλαμβάνεται έγκαιρα. Τρέχει μπροστά στο παράθυρο, απλώνει τα χέρια και τους κόβει το δρόμο. Ερμής και Απόλλωνας σταματάνε απογοητευμένοι. Μισογελάνε.
ΕΡΜΗΣ: Τίποτα δεν σου ξεφεύγει, Εστία.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αμάν βρε θεία, εσύ εκπαίδευσες τον Κέρβερο!…
ΗΡΑ: Απόλλωνα! Πάλι κάνετε σαχλαμάρες εσείς οι δύο; Βγάλτε αμέσως τα φτερά.
Απόλλωνας και Ερμής βγάζουν παραιτημένοι τα φτερά και πηγαίνουν προς την κεντρική είσοδο. Τους ακολουθεί βλοσυρή η Εστία.
ΑΡΗΣ: (Γελάει) έι! Δεν έρχεστε το βράδυ, να πιούμε λίγη ζυμωμένη βύνη;
ΕΡΜΗΣ: Μπα, μάλλον όχι σήμερα. (Περνώντας κοντά από τον Άρη, λέει σιγά) με έχει προσκαλεσμένο η Καλυψώ.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Αα!
ΑΡΗΣ: (Γελάει) ακόμα την παρηγορείς που έχασε τον Οδυσσέα;
Ο Ερμής κουνάει τα χέρια σαν να λέει «τι να κάνω;»
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Στον Άρη) ούτε εγώ. Έχω αφήσει κάποιες δουλειές ακάμωτες.
Η Ήρα κοιτάει με υποψία τον Απόλλωνα.
ΕΡΜΗΣ: Χαρά πολύ σε όλους. Καλό βράδυ μεγάλη Ήρα. Χαίρε μπαμπά.
ΔΙΑΣ: Στο καλό
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Χαρά σε όλους! Εστία, μη μας κρατάς κακία!…
ΕΣΤΙΑ: (Καλοσυνάτα) παλιόπαιδα.
ΑΡΤΕΜΗ: Σταθείτε, θα έρθω μαζί σας μέχρι έξω. (Στην Εστία) ήταν υπέροχο γεύμα. Σε ευχαριστούμε , Εστία.
ΕΣΤΙΑ: Ω! Η Ήρα τα κανόνισε όλα.
ΗΡΑ: Καλέ, όχι.
ΑΡΤΕΜΗ: Χαρές σε όλους! Να ξαναϊδωθούμε!
ΕΣΤΙΑ: Άρτεμη, αν κτυπήσεις καλό κυνήγι, φερ’ το να το κάνω με δάφνη στον πατέρα που τού αρέσει.
Η Άρτεμη τής γνέφει. Απόλλωνας, Ερμής και Άρτεμη βγαίνουν.
ΕΣΤΙΑ: (Στην Ήρα) τον Πλούτωνα έχουνε μέσα τους.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: (Στον Άρη ναζιάρικα) γάτε μου, μη φωνάξεις κόσμο σήμερα. (Σκαλίζει το χιτώνα του) θέλω να είμαστε οι δυο μας.
ΑΡΗΣ: Πουλάδα μου, δεν μου τό ‘λεγες; (Την αγκαλιάζει. Αγκαλιασμένοι προχωράνε στην πόρτα.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ήρα, όταν επιστρέψεις από τού Ποσειδώνα, να συνεχίσουμε την περιοδεία στα υφαντήρια.
ΗΡΑ: Να ‘ρθεις και στη γιορτή στη σχολή των κεντήστρων μεθαύριο, με τη Δήμητρα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Καλό βράδυ, Δία.
ΑΡΗΣ: Χαίρε, Εστία!
ΕΣΤΙΑ: Στο καλό, παιδιά μου.
ΑΡΗΣ: Χαίρε μπαμπά! Χαίρε μαμά!
ΔΙΑΣ: Άντε, στο καλό!
Άρης και Αφροδίτη φεύγουν.
ΗΡΑ: Αχ, αυτό ήταν.
Η Εστία αρχίζει να προχωράει προς το εμπρός μέρος τής σκηνής.
ΔΙΑΣ: Ξέχασα να θυμίσω ξανά στο μαστροχαλαστή, το ζυγό των Κηρών…
ΗΡΑ: Πολύ σκοτίζεσαι…
ΔΙΑΣ: (Αλλάζει ύφος. Χαμογελάει πονηρά) λοιπόν, σκεφτόμουν να σε συνοδεύσω αύριο στου Ποσειδώνα.
ΗΡΑ: Γιατί; Σού γυάλισε καμία γοργόνα;
ΔΙΑΣ: Όχι, καλή μου. (Γελάει) για να με προσέχεις. (Σηκώνει ξαφνικά την Ήρα στην αγκαλιά του. Γυρίζει προς την Εστία.) Χαίρε Εστία, αδερφή μου! (Κουβαλώντας την Ήρα πηγαίνει γρήγορα στην έξοδο.)
ΗΡΑ: (Έκπληκτη, χαρούμενη και ντροπιασμένη, φωνάζει) αχ, καλέ άσε με κάτω. Άσε με! Δία!…
ΕΣΤΙΑ: (Αμήχανη) στο καλό!
Η Εστία έχει φτάσει εμπρός από το τραπέζι. Μικρή παύση. Ένας υπηρέτης ξεμυτάει από την κουζίνα. Η Εστία τού κάνει νόημα να αποσυρθεί. Ο υπηρέτης φεύγει. Η Εστία κοιτάει γύρω της. Μετά αλλάζει τελείως έκφραση και στυλ. Παίρνει ύφος ξεπεταγμένης μάγκισσας. Σηκώνει το χιτώνα της, από κάτω φοράει παντελόνι. Από μία τσέπη του βγάζει μία θήκη πούρου. Πηγαίνει προς την πίσω πλευρά τού τραπεζιού ενώ βγάζει το πούρο, ξαναβάζει τη θήκη στην τσέπη της και ταχτοποιεί το χιτώνα της. Τραβάει με το πόδι την καρέκλα τής Ήρας και μετά σωριάζεται επάνω. Απλώνει τα πόδια της στην καρέκλα τού Δία. Από μια τσέπη στο στήθος της βγάζει τσακμάκι και προσάναμμα. Τρίβει με έμπειρο τρόπο το τσακμάκι, ανάβει το προσάναμμα και μετά προσεκτικά το πούρο. Αφήνει το τσακμάκι στο τραπέζι και βυθίζεται στην καρέκλα. Ρουφάει το πούρο βαθιά και απολαυστικά. Μετά φυσάει αργά τον καπνό.
ΑΥΛΑΙΑ
.
7 σχόλια:
μα? μα? αυτό έχει χάπι εντ!
όχι μόνο χάπι, αλλά και άρλεκιν!
α πα πα, σημεία των καιρών!
πάντως το εύρημα με τον "άνθρωπο" καλό ήτανε (παρόλο που είναι μαύρος, όπως λεει κι ο Δίας, άνθρωπος είναι κι αυτός!!!)
Μα είχαν ανακαλυφθεί τα πούρα τότε;
@ Α.Μ.
Φυσικά και έχει χάπι έντ! Τι περίμενες; Όλο χάπι είναι. Για παιδική παράσταση προοριζόταν άλλωστε.
@ Β.
Εννοείται! Οι αρχαίοι Έλληνες τα ήξεραν όλα αυτά, πόσο μάλλον οι θεοί τους. Αν παρατηρήσεις ήξεραν και την πίτσα, την χιονοσανίδα, τις ζάντες αλουμινίου, το παιχνίδι μπιζ, ενώ δούλευαν επάνω στην εφεύρεση τού εκτυπωτή / εκσκαλιστή.
Μην κοιτάς που μετά όλα αυτά ξεχάστηκαν και τώρα τα παίρνουμε ως αντιδάνεια...
Σας ευχαριστώ!
Ιdom
Αυτό ήταν λοιπόν... Τέλειωσε...
Ελπίζω να μας δώσεις και μια πλήρη μορφή ως link για κατέβασμα, αν θέλεις βέβαια.
Άντε, και εις ανώτερα.
όσοι αντέξαμε ως το τέλος, δεν κερδίζουμε δωράκι;-)
@ Β.
Τι εννοείς πλήρη μορφή και link; Δηλ., να μπορεί να νταουνλοαντιαστεί;
Δεν ξεύρω πώς να το κάνω αυτό.
Μπορείς να το κάνεις copy paste φυσικά, αλλά μόνο για καλούς σκοπούς!...
@ Α.Μ.
Αόρατη, κερδίζετε επάξια θέση στη διανομή. Το καλοκαίρι που θα γίνει ανάγνωση / ηχογράφηση μπορείς να διαλέξεις έναν ρόλο.
Δημοσίευση σχολίου