Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Τα ευτυχισμένα δάκτυλα



Τον παλιό, καλό καιρό, τότε που η αγαπημένη υπόθεση εργασίας των Ελλήνων ήταν «αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός, ...», εγώ ήμουν μόνο παιδί, και ψαρωμένος όσο να 'ναι λόγω ηλικίας από τον στόμφο των μεγάλων, άκουγα με φόβο ψυχής αυτά τα αποφθέγματα. Κυκλοφορούσαν τότε ευρέως διάφορα, με το άρωμα τού αγνού, λαϊκού φασισμού, όπως «ο Έλληνας μόνο από βούρδουλα καταλαβαίνει», «για όλα φταίει η Τουρκοκρατία», «μία χούντα μάς χρειάζεται», το all time classic «δεν υπάρχει κράτος» και το απίστευτα θλιβερό και αγαπησιάρικο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;».
Αυτό το τελευταίο νομίζω ότι εξέπνευσε ως συνήθειο, την εποχή που ο Γιώργος Κατσιφάρας ανακοίνωσε ότι «Αν δεν ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν θα μάς ήξερε ούτε ο θυρωρός τής πολυκατοικίας μας». Αν όντως ήταν ο Γ.Κ. που οδήγησε στην εξάλειψη τού number one αγαπημένου νεοελληνικού τσιτάτου, φρονώ ότι τού πρέπει ανδριάντας!
Τότε ακόμα δεν ήξερα από Φρόυντ και ψυχανάλυση για να αντιλαμβάνομαι τι περίπου συνέβαινε στο φυλλοκάρδι των ρητόρων που επικαλούνταν την χούντα και τους βούρδουλες, αλλά η ανατροφή μου - τουλάχιστον εκείνη από τα μαθήματα θεωρίας - μού υπαγόρευε να αποστρέφομαι τέτοιες ιδέες. Κάποιες φορές αποτολμούσα να μιλήσω και έφερνα αντιρρήσεις - υποθέτω κλισέ διατυπωμένες. Οι μεγάλοι, ανάλογα με το αν με έκαναν χάζι ή όχι, με αποτσίφνωναν περιμένοντας λίγο ή αμέσως. Το αποτσίφνωμα πάντως ήταν η τυποποιημένη διαδικασία.

Το ογκολιθικό επιχείρημα πάντως, που είχε γονατίσει την κρίση μου, ήταν το «Όλα τα δάκτυλά μας είναι ίσα; Έτσι δεν είμαστε και όλοι ίσοι». Σε αυτή την εμπνευσμένη μεταφορά (ή μήπως παρομοίωση;), η πρώτη πρόταση συνοδευόταν από ένα σύντομο τέντωμα των δακτύλων τής μίας παλάμης και επίδειξή τους, ενώ η δεύτερη πρόταση παρουσίαζε μικρές διαφορές από ομιλητή σε ομιλητή. Με αυτό το απόσταγμα σοφίας εγώ είχα βρει το μάστορή μου. Από τη μία πρέσβευε την ανισότητα - ανεπίτρεπτη αρχή για τον υπό επώαση ηθικό μου μικρόκοσμο, από την άλλη ήταν οδυνηρά ρεαλιστικό: τα δάκτυλά μας ΔΕΝ είναι ίσα... Πώς να το κάνουμε; Αφού υπάρχουν άνισα δάκτυλα, ίσως τελικά όντως υπάρχουν και άλλα άνισα πράγματα στον κόσμο. Να καταφύγω στο εύκολο «άλλο τα δάκτυλα, άλλο οι άνθρωποι», εκείνον το καιρό δεν έπειθε ούτε εμένα. Όπως ήταν αναμενόμενο, το σόφισμα ερχόταν κατά καιρούς στο μυαλό μου, χρειάστηκα χρόνια για να το καταρρίψω ικανοποιητικά και μερικά ακόμα για να πείσω τον εαυτό μου ότι το κατέρριψα.
Παρακολουθήστε λοιπόν, την περιπέτεια τής αφύπνισής μου:

Κάπου εκεί στην εφηβεία, που παίρνουμε κάποιες μεγάλες αποφάσεις, αποφάσισα (για μένα) ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. [«Και αρχηγός τού Σύμπαντος είμαι εγώ», βεβαίως -βεβαίως.] Ωστόσο, ακόμα χρειαζόμουν να επιλύσω το «λογικό παράδοξο» (πλέον) των άνισων δακτύλων.
Αποφάσισα λοιπόν ότι το επιχείρημα είναι παρελκυστικό. Αυτοί που το χρησιμοποιούν, στηρίζονται σε ένα γεγονός (την σωματική ανομοιομορφία) και μεταφέρουν αυθαίρετα την αλήθεια του σε κάτι τελείως διαφορετικό, σε μία κοινωνική επιλογή: την ανισότητα στα δικαιώματα.
Η ισότητα δεν έχει να κάνει με την ομοιότητα. Μπορούμε να ορίσουμε μυριάδες κλίμακες κατάταξης στις οποίες οι άνθρωποι θα κατανέμονταν από το ένα άκρο ως το άλλο. Έξυπνοι και κουτοί, όμορφοι και άσχημοι κ.λπ., με διάφορα κριτήρια κάθε φορά. Η ισότητα αφορά τα δικαιώματα. Τα δάκτυλά μας είναι ανόμοια (όπως υπάρχουν κοντοί και ψηλοί άνθρωποι) αλλά έχουν ίσα δικαιώματα να τρέφονται ικανοποιητικά από τον οργανισμό με βάση την ανάγκη τού καθενός τους. Αν ο οργανισμός πεινάσει, όλα τα δάκτυλα μαζί θα απισχναθούν και θα μαραζώσουν. Στο κάτω -κάτω η θρησκεία μας λέει για αυτό, διά στόματος Χριστού, «Αγαπάτε αλλήλους» και ο ορθολογικός υλισμός, διά πένας Μαρξ, «Από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του προς τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Σκεφτείτε λίγο αυτή τη φράση σε σχέση με τα δάκτυλα! Ακόμα και αν θεωρείτε παρακατιανό το μικρό σας δακτυλάκι σε σχέση με το μεσαίο, ποτέ δεν θα τού δώσετε να κουβαλήσει βάρος μεγαλύτερο από όσο θα δώσετε στο μεσαίο. Μάλιστα όταν κουβαλάτε τη σακούλα με τα ψώνια, η παλάμη σας θα προσαρμοστεί έτσι, ώστε να μοιράσει άνισα το βάρος στα δάκτυλα ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Και η καρδιά σας θα τους στείλει αίμα και οξυγόνο σε άνισες ποσότητες ανάλογα με τις ανάγκες τους. Όποιος θέλει λοιπόν να μεταφέρει την λειτουργία των δακτύλων στο επίπεδο τής κοινωνίας, οφείλει να αντιμετωπίσει με πολύ τακτ και ευαισθησία τους «άνισους αδύναμους» και να ΜΗΝ τους θεωρεί δούλους για φόρτωση. Και βέβαια ο άρρωστος και ο αδύναμος έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη φροντίδας.

Όμως σε περίπτωση ανάγκης ο άνθρωπος προτιμάει να θυσιάσει πρώτα το μικρό του δάκτυλο - αν έχει την επιλογή - και μετά τα μεγαλύτερα. Οι
Γιακούζα όταν υποπίπτουν σε σφάλματα και επιθυμούν μετά να αποδείξουν υπακοή στο αφεντικό, κόβουν το μικρό δάκτυλο και τού το προσφέρουν. Σε περίπτωση υποτροπής συνεχίζουν με τα επόμενα. Άρα, τα δάκτυλα μπορούν να αξιολογηθούν σε μία κλίμακα χρησιμότητας. Μήπως υπάρχει ανάλογος κανόνας χρησιμότητας / ισότητας στους ανθρώπους;
Αφ εαυτού, όχι! Τα δάκτυλα είναι γενετικά προγραμματισμένα να διαφοροποιηθούν ώστε στο σύνολο να αποτελούν ένα βέλτιστο εργαλείο. Από την στιγμή που εδραιώθηκε μηχανισμός διαφοροποίησης τους, η ανάπτυξη των δακτύλων σε κάθε άνθρωπο είναι ντετερμινιστική. Όμως στους ανθρώπους, ως μέλη τής κοινωνίας, δεν υπάρχει τέτοια διαδικασία. Αν αλλαχτούν μεταξύ τους τα βρέφη τού βασιλιά και τού ζητιάνου, καθένα απ’ αυτά, όταν μεγαλώσει, θα αναλάβει τον τελικό του ρόλο σαν να μην υπήρχε καμία προεπιλογή. Και ποτέ δεν ξέρουμε από τα πριν αν κρίσιμος στην Ιστορία θα είναι ο βασιλιάς ή ο ζητιάνος.
Ακόμα περισσότερο, αν τελικά για χρησιμοθηρικούς λόγους συνδέσουμε σε τρίπτυχο τα
ανομοιότητα -> διαφορετική χρησιμότητα -> ανισότητα,
η διαφορική ανάπτυξη που στα δάκτυλα τού καθενός συμβαίνει άπαξ, στη διαδοχή των ανθρώπινων γενεών δεν βρίσκει αντίκρυσμα: από τους καλύτερους γονείς μπορεί να προκύψουν τα χειρότερα παιδιά και το αντίθετο. Αυτό ισχύει από το καθαρό επίπεδο γενετικής έως το καθαρό επίπεδο ηθικής.
Αν, ντε και καλά, μία κοινωνία θέλει να αποδώσει βαθμούς δικαιωμάτων με βάση τα χαρακτηριστικά των μελών της, τότε οφείλει να δίνει τις ίδιες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη ώστε να αναπτύξουν τα χαρακτηριστικά τους. Αλλιώς πολύ απλά, η κοινωνία αυτή είναι αναξιοκρατική. Είναι επίσης ταξική και κάποιες τάξεις της τις βολεύει να είναι έτσι.

Ωστόσο, πράγματι οι Γιακούζα ξεκινάν να θυσιάζουν τα δάκτυλά τους από το μικρότερο. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Προφανώς σε περιόδους κρίσης ένας άνθρωπος θυσιάζει πρώτα αυτό που κατά τεκμήριο τού είναι το λιγότερο χρήσιμο. Προφανώς σε περιόδους κρίσης (πόλεμος, επιδημία...) μία κοινωνία αφήνει να επιβιώσουν όσοι μπορέσουν. Αν η κοινωνία προχωρήσει ενεργητικά σε θυσίες, τότε σημαίνει ότι η κρίση είναι πολύ μεγάλη ή ότι η κοινωνία είναι ολοκληρωτικά αυθαίρετη - η αγριότητά της δεν μπορεί να καλυφθεί από το άλλοθι των άνισων δακτύλων.
Στις καλές ημέρες όμως μία κοινωνία δεν δικαιούται να επικαλείται την θυσία και την εγκατάλειψη ως «φυσικούς νόμους». Η επιλογή τής διαδικασίας τού Καιάδα είναι μόνο μία (ιδεολογική) επιλογή, όχι αναγκαιότητα, όχι Νόμος και όχι χρήσιμη.

Και βέβαια σε κανονικές συνθήκες, ποτέ κανένας δεν θέλει να χάσει κανένα δάκτυλο. Το υγιές για έναν άνθρωπο δεν είναι να αναλώνεται στη σκέψη ότι τα δάκτυλά του είναι άνισα και ποιο είναι το πιο άχρηστο. Το υγιές είναι να αγαπάει όλα του τα δάκτυλα και να θέλει να είναι όλα καλά.

«Τα δάχτυλά σου είναι πέντε
Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλά σου είναι πέντε...»

Διάβασα το ποίημα «
Τα δεκατέσσερα παιδιά» τού Νικηφόρου Βρεττάκου, πρώτη φορά ως σχολικό ανάγνωσμα και το αναζήτησα μερικά χρόνια αργότερα. Ήξερα ότι με αυτό και μόνο κατείχα την «αίσθηση» τής απάντησης για το ευφυολόγημα των άνισων δακτύλων. Τα υπόλοιπα τα χρειαζόμουν για την εκλογίκευσή της.

Βέβαια, μπορεί κανείς να πει ότι τα παραπάνω εξετάζουν το θέμα από την πλευρά τού ανθρώπου που κοιτάει τα δάκτυλά του ή τής κοινωνίας που κοιτάει τα μέλη της. Για λόγους αντικειμενικότητας πρέπει να εξετάσουμε το θέμα και από την πλευρά των δακτύλων ή των ξεχωριστών ανθρώπων -μελών μιας κοινωνίας. Εκεί όμως νομίζω ότι τα πράγματα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα:
Σε κανονικές συνθήκες κανένα δάκτυλο και κανένας άνθρωπος δεν επιθυμεί να πονέσει ή να αδικηθεί, τουλάχιστον σε σχέση με τα άλλα δάκτυλα και τους ανθρώπους.
Με βάση το μέγεθός του και την ικανότητά του να βιώνει, κάθε δάκτυλο και κάθε άνθρωπος βιώνουν τον πόνο και την χαρά για τη ζωή σε πληρότητα. Όσο μπορεί ένα δάκτυλο - με βάση τις δυνατότητές του - να βιώσει τον κόσμο, θα το κάνει. Τα δάκτυλα όλων των ανθρώπων και ζώων που έζησαν στη Γη είναι ΙΣΑ σε βιωματικότητα.
Αν σε κάτι πρέπει να παροτρύνουμε τους ανθρώπους - διδασκόμενοι από τα δάκτυλά μας - είναι να βιώσουν την ζωή τους όσο μπορούν.

Λοιπόν αυτά περίπου σκεφτόμουν. Τα οποία είναι μεν πολύ ωραία, αλλά είναι πολύ... πολλά.
Απέναντι σε κάποιον που προσπαθεί να σε ταπώσει με ένα τσιτάτο τής συμφοράς, δεν έχεις ελπίδα αν αρχίσεις να αραδιάζεις επιχειρήματα. Θα σε κοιτάξει με οίκτο και ειρωνεία, η υπόλοιπη ομήγυρη θα σε δει με αμφιβολία, ο ρήτορας θα πάρει φόρα και μετά θριαμβευτικά θα σε ισοπεδώσει με ακόμα πιο ποταπές, μεγάλες αλήθειες...
Όχι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται άλλη τακτική, κάτι εξ ίσου σύντομο, ελαφρά δημαγωγικό, ελαφρά σουρεαλιστικό...
Μού ήρθε απλά, σχεδόν απρόκλητα, χρόνια μετά, μια ήσυχη αποκάλυψη, όπως συχνά συμβαίνει με θέματα που πολύ έχουμε παιδέψει στο μυαλό μας και σχεδόν παραιτηθεί από αυτά, αλλά εκείνα μάς ανταμείβουν εκ των υστέρων. Ανακουφίστηκα: «Α, αυτό ήταν!...»

Τα δάκτυλά μας είναι άνισα, αλλά είναι όλα το ίδιο ευτυχισμένα.



Η φωτογραφία τής ανάρτησης είναι από λεπτομέρεια αγάλματος τού Αuguste Rodin .

Το ζουμί αυτής τής ανάρτησης το εμπνεύστηκα το καλοκαίρι, φιλοξενούμενος στην Ικαρία από την οικογένεια ενός καλού φίλου. Την αφιερώνω λοιπόν σε εκείνους!

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

28η Οκτωβρίου 2008


Από «Το ημερολόγιο ενός Εφέδρου Ανθγού του Νίκου Παπαβασιλείου που υπηρέτησε στον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του 40ου Συντάγματος Ευζώνων

8 Ιαν 1941: Έχει ξεσπάσει χιονοθύελλα. Το κρύο αφόρητο. Απέχουμε από τους Ιταλούς 80 -100 μέτρα. Μας χωρίζει ένας αυχένας γυμνός στην κορυφή του Μάλι Σπάτ όπου το χιόνι παγωμένο είναι πάνω από δυο μέτρα. Οι στρατιώτες προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Δυο πάγωσαν και πέθαναν στη σκοπιά. Άλλους βρίσκουμε παγωμένους στ’ αντίσκηνα. Προσπαθούμε να τους κρατήσουμε στη ζωή. Τους αναγκάζουμε να σηκώνονται. Ένας – ένας ξετρυπώνουν σα φαντάσματα, λείψανα σωστά, αδύνατοι, αξύριστοι, κουρελήδες, ξυπόλητοι με τα πόδια δεμένα με κουρέλια, μουντζούρηδες με κατακόκκινα μάτια από τον καπνό και την αϋπνία, χωρίς φαγητό για πέντε μέρες. Το δράμα μας εξελίσσεται σε τραγωδία. Τα πόδια των περισσοτέρων έχουν πρηστεί και πονούν φοβερά, μελανιάζουν. Αρχίζει έτσι η διαρροή. Μα δε μπορούμε να τους μεταφέρουμε πίσω. Τα κρυοπαγήματα εξελίσσονται σε 2ου και 3ου βαθμού. Οι στρατιώτες δεν είναι ικανοί να ανεβούν στις σκοπιές, αρνούνται να σηκωθούν. Οι αξκοι αν και βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση εφαρμόζουμε βία, κάποτε μάλιστα με το πιστόλι στο χέρι τους απειλούμε, αφού ο εχθρός απέναντι καραδοκεί.



Από το site http://www.attiki4x4.gr/ . Έχω διατηρήσει ορθογραφία, σημεία στίξης κ.λπ..
Προτείνω επίσης ανάγνωση ξεκινώντας από τις ιστοσελίδες:

http://pheidias.antibaro.gr/1940.htm (με επιφυλάξεις για κάποιες ιστορικές προσεγγίσεις)
http://www.attiki4x4.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=130&Itemid=46



Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Syberia

Υπάρχει ένα computer game για το οποίο αν αναζητήσετε κακή κριτική, πολύ δύσκολα θα την βρείτε. Ίσως να μην βρείτε καθόλου. Αντίθετα, θα ανακαλύψετε καλές κριτικές, διθυραμβικές κριτικές και ... ουάο κριτικές. Πέραν αυτών, το παιχνίδι έχει να επιδείξει έναν απίθανο αριθμό βραβείων και διακρίσεων. Αμφιβάλλω αν στην ιστορία των παιχνιδιών ηλεκτρονικού υπολογιστή έχει υπάρξει άλλο με τόσο ευρεία υποδοχή. Πρόκειται βέβαια για το Syberia.
Το Syberia είναι ένα παιχνίδι περιπέτειας (adventure game). Για τους μη γνωρίζοντες, στα παιχνίδια περιπέτειας ο παίκτης λαμβάνει τη θέση ενός προσώπου (ή περισσότερων) που προσπαθεί να λύσει ένα μυστήριο. Περιπλανιέται σε διάφορους χώρους, συνδιαλλάσσεται με άλλα πρόσωπα (τα οποία καθοδηγούνται από το computer), παρατηρεί, ερευνά, συλλέγει αντικείμενα και στοιχεία και – το κυριότερο – λύνει επί μέρους γρίφους. Το Syberia δημιουργήθηκε το 2002 από τον Benoît Sokal - ήδη γνωστό μάστορα τού είδους – και τους συνεργάτες του.


Θεωρώ γενικά τα computer games εθιστικά και ποικιλλοτρόπως καταστροφικά – ίσως επειδή σπαταλώ αρκετές ώρες σε αυτά. Λίγοι είναι οι «τίτλοι» που παραδέχομαι ότι ασχολήθηκα μαζί τους χωρίς να ντρέπομαι. Το να παίξω όμως το Syberia θεωρώ ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο, με την έννοια που σε κάνει καλύτερο, ένα καλό βιβλίο, μία καλή ταινία ή μία καλή παράσταση.
Το Syberia είναι τέχνη. Εξαιρετικό εικαστικά, με καθαρό σχέδιο, μαλακές φόρμες, ζεστά γήινα χρώματα - το καφέ στάζει από τις παγωμένες στέγες, τα τραίνα και τα κλαδιά των θάμνων και απίθανη πλαστικότητα, από αυτήν που απολαμβάναμε στα καλύτερα παλαιά κινούμενα σχέδια. Σχεδόν εξαιρετικό και στην μουσική του επένδυση, ειδικα στις cut off σκηνές (τα σημεία τού παινιδιού όπου ο παίκτης ξαπλώνει βαθιά στην καρέκλα του και απολαμβάνει – χωρίς να επηρεάζει – τα videos που συνδέουν τα διαδοχικά τμήματα τής περιπέτειας).
Αυτό όμως που το κάνει μοναδικό είναι το σενάριο και η κεντρική ιδέα. Σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των παιχνιδιών, όπου ο παίκτης καλείται να σώσει τον κόσμο, να αποκαλύψει συνωμοσίες και να αντιμετωπίσει μπόλικη βία, στο Syberia η ηρωίδα , η δικηγόρος Kate Walker, αναζητά απλά τον τελευταίο κληρονόμο (Hans Voralberg) ενός εργοστάσιου παλιών μηχανικών παιχνιδιών, ξεκινώντας απο την κεντρική Ευρώπη και φτάνοντας σε έναν απροσδιόριστο τόπο τής Σιβηρίας. Ο Hans έχει σκοπό ζωής να ανακαλύψει στο νησί Syberia, τα τελευταία επιζώντα μαμούθ.
Σημειώστε ότι βόρεια τής Σιβηρίας υπάρχουν πραγματικά κάποια νησιά όπου κάθε χρόνο ξεθάβονται από το έδαφος δεκάδες σκελετοί μαμούθ.





Ο Hans, για τους δικούς του λόγους, έχει γεμίσει το δρόμο τής Kate με απίθανες κουρδιστές μηχανές: ένα τραίνο με έναν καταπληκτικό, «τυπά», αυτόματο μπάτλερ (επουδενί δέχεται να τον αποκαλείτε ρομπότ), γερανούς, εργάτες, μουσικά κουτιά, ένα διαστημόπλοιο (!) και πολλά άλλα. Και εκεί έγκειται η ιδιοφυία τού Sokal: Με μέσο την ψηφιακή τεχνολογία συνέθεσε μία ελεγεία για τα παλιά μηχανικά παιχνίδια!...
Μαζί με αυτά θα βρείτε πλείστες όσες αναφορές για την παλιά ευρωπαϊκή αύρα που χάνεται (μαζί με παλιές αγκυλώσεις). Θα βρείτε επίσης μερικές ψαγμένες κινηματογραφικές αναφορές. Παρ’ όλη την νοσταλγία του ωστόσο, το παιχνίδι κάθε άλλο είναι παρά ψυχοπλακωτικό. Αντίθετα, έχει πολλές χιουμοριστικές πινελιές. Βία δεν έχει, γίνονται όμως αναφορές σε πραγματικά, βίαια γεγονότα τού 20ου αιώνα και παρ’ ότι δεν είναι βαρύ, φέρει το βάρος τής Ιστορίας, ιδιαίτερα τής ευρωπαϊκής. Το Syberia πάνω από όλα σε καλεί να θυμηθείς. Όσο θελήσεις και όσο μπορέσεις.


Στο τέλος τού παιχνιδιού, η επίσημη αποστολή τής Kate Walker ολοκληρώνεται, όμως ανοίγει η υπόσχεση για μιά νέα περιπέτεια. Πράγματι, δύο χρόνια μετά, ο Sokal και οι συνεργάτες του παρουσίασαν το Syberia II. Εικαστικά είναι το ίδιο καλό, κορυφώνεται σε ένα μεγαλειώδες φινάλε, αλλά αφενός η έκπληξη πια δεν υπάρχει, αφ ετέρου είναι εμφανές ότι η ομάδα είχε στερέψει από καλές ιδέες.

Τώρα θα με ρωτησετε τι με έπιασε και κάνω τόση διαφήμιση στην Microids (η εταιρεία που κυκλοφόρησε το παιχνίδι)! Πριν λίγο καιρό ανακάλυψα τυχαία ότι το Syberia γυρίζεται (ή γυρίστηκε;) ταινία. Δυστυχώς στο Hollywood (γιατί βρε Sokal;). Την Kate Walker υποδύεται η Kate Winslet (not bad!). To trailer τής ταινίας αναφέρει ότι βγαίνει τον Χειμώνα τού 2008. Περιέργως στην IMDB αναφέρονται μόνο τα παιχνίδια στο κομπιούτερ. Δεν βρήκα κάτι άλλο πουθενά αλλού. Όσο για τις φετινές λίστες των ταινιών που έχουν ανακοινώσει οι εταιρείες διανομής, δεν την περιλαμβάνουν. Χμμμ... Μήπως ναυάγησε το project; Ή ίσως απλά αναβλήθηκε.
Εγώ όμως είχα καθήκον να σας το πω! Πριν δείτε λοιπόν την ταινία, προμηθευτείτε το παιχνίδι και απολαύστε το! Έχετε – υποθέτω – τουλάχιστον δύο μήνες καιρό, αλλά των φρονίμων τα παιδιά... Άλλωστε αν είστε αρχάριοι θα σάς πάρει κάποιον καιρό να εξοικειωθείτε και να προχωρήσετε. Είναι παιχνίδι μεσαίας δυσκολίας και βέβαια στο δίκτυο κυκλοφορούν πολλά λυσάρια (walkthroughs) – αχρείαστα να ‘ναι. Φυσικά θα μπορούσατε να παίξετε το παιχνίδι αφού δείτε την ταινία, αλλά δεν θα χαλάσει η έκπληξη και η χαρά τής αποκάλυψης ενός πραγματικά καλού σενάριου;


Ξεκινήστε κοιτάζοντας το trailer τού παιχνιδιού.

Αν θέλετε να δοκιμάσετε ένα μικρό τμήμα τού παιχνιδιού...

... στα Γαλλικά:
http://www.syberia-series.com/en/download-syberia-les-aventures-de-kate-walker.html


... στα Αγγλικά: http://pcgames.gwn.com/downloads/transfer.php/id/3125/folder/demos/filename/demo_syberia.zip


Άλλες χρήσιμες σελίδες για το Syberia:
http://en.wikipedia.org/wiki/Syberia
http://www.microids.com/en/catalogue/12/syberia-kate-walker-s-adventures.html

Στο YouTube (και αλλού) κυκλοφορούν πολλά βιντεάκια από το παιχνίδι, αλλά η ποιότητά τους το αδικεί ΠΟΛΥ! Τζιζ!


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Ρομπότεν με μπότεν


Από τότε που ήλθαν οι Μπότεν,
όλα έγιναν φερμπότεν,
το ψωμί μας είν’ μπομπότεν
κι’ εμείς γίναμε ρομπότεν...
Αχ, ως μπότεν;...

Το παραπάνω πεντάστιχο το συνάντησα πρώτη φορά στο βιβλίο «Ανθολογημένα ανέκδοτα και χιούμορ» (Εκδόσεις Δημητρίου Δαρεμά, Αθήναι, 1962). Πριν από αυτό, το βιβλίο εξηγούσε:
«Οι πίκρες και τα βάσανα τής κατοχής δεν στερέψανε το χιούμορ των Ελλήνων. Και έτσι ένα πρωί οι Αθηναίοι διάβασαν γραμμένο σ’ ένα τοίχο:»...

Αμυδρά έχω την εντύπωση ότι ξανάκουσα για το ποιηματάκι από διαφορετική πηγή, κάπου στη δεκαετία τού ’90. Έτσι και αλλιώς είναι χαρακτηριστικό, το είχα απομνημονεύσει και κατά καιρούς το ανακαλούσα.
Τώρα που αναπτύχθηκε το Internet – και ότι θες και δεν θες βρίσκεις μέσα... – το αναζήτησα. Βρήκα δυο –τρεις παρόμοιες αναφορές. Ποτέ και πουθενά όμως δεν αναφέρονταν περισσότερες λεπτομέρειες. Πότε ακριβώς γράφτηκε, σε ποια συνοικία, κάποια φωτογραφία του ή πολύ περισσότερο, αν μετά την Κατοχή διεκδίκησε κάποιος την πατρότητά του. Αναρωτιέμαι σήμερα για την αυθεντικότητα τού ποιήματος.

Όπως ίσως και εσείς σκεφτήκατε, η λέξη που κυρίως το κάνει «ύποπο», είναι η λέξη «ρομπότεν». Πόσο γνωστή ήταν η
έννοια τού ρομπότ και η κουλτούρα της στην Αθήνα έως τον Οκτώβρη τού ’44, οπότε η πόλη απελευθερώθηκε; Robota στα τσέχικα σημαίνει «εργάτης» και την λέξη χρησιμοποίησαν πρώτη φορά οι αδερφοί Josef και Karel Čapek το 1921 για να δηλώσουν ένα μηχανικό ανθρωποειδές στην ταινία τους «Rossum's Universal Robots». Τα επόμενα 23 χρόνια, παρότι γυρίστηκαν αρκετές ταινίες και γράφηκαν αρκετά βιβλία φαντασίας που περιελάμβαναν μηχανικούς «ανθρώπους», σπάνια χρησιμοποιούσαν για αυτούς τη λέξη ρομπότ (βλ. εδώ). Ακόμα περισσότερο αμφιβάλλω αν τα βιβλία μεταφράστηκαν στα ελληνικά έως τον Οκτώβριο τού ’44 και αν οι ταινίες παίχτηκαν ολοσδιόλου στην Ελλάδα. Η μεγάλη έκρηξη στον τομέα έγινε το 1941, όταν ο Ισαάκ Ασίμωφ διατύπωσε τους τρεις νόμους τής Ρομποτικής και άρχισε να γράφει τα ρομποτικά του διηγήματα. Στα ελληνικά όμως μεταφράστηκαν πολύ αργότερα.
Η επόμενή μου κίνηση ήταν να το ψάξω... εκτός Internet.
Σε φωτογραφικές συλλογές και εκθέσεις δεν έχω δει φωτογραφία τού συνθήματος. Βέβαια, λίγα τέτοια ντοκουμέντα υπάρχουν, εξ αιτίας τής επικινδυνότητας αυτής τής φωτογράφησης. Άλλωστε αν υπήρχε φωτογραφία τοίχου με ένα τόσο «χαρωπό» αντιγερμανικό σύνθημα, θα ήταν διάσημη.
Ρώτησα συγγενείς μου που είχαν ζήσει ως παιδιά ή έφηβοι στην κατεχόμενη Αθήνα, πότε πρωτάκουσαν τη λέξη ρομπότ. Το νωρίτερο που μπορούσαν να προσδιορίσουν ήταν η δεκαετία τού ’60. Όμως το βιβλίο που πρωτανέφερα εκδόθηκε το ’62. Ακόμα και αν η ιστορία για το ποιηματάκι είναι φτιαχτή, το βιβλίο απευθυνόταν σε αναγνώστες εξοικιωμένους με την έννοια τού ρομπότ. Πρόκειται άλλωστε για βιβλίο «λαϊκής» κατανάλωσης. Άρα η έννοια θα πρέπει να έφτασε στο αθηναϊκό κοινό τουλάχιστον μέσα στη δεκαετία τού ’50. Ή μήπως έφτασε κάπου το ’60 αλλά έκανε πάταγο και διαδόθηκε τάχιστα; Όπως και να ‘ναι, φαίνεται ότι οι συγγενείς μου θυμούνται λάθος ή αργούσαν να μάθουν τους νεωτερισμούς.
Τους ρώτησα για το συγκεκριμένο πεντάστιχο. «Ούτε καν...», μού απάντησαν.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος που διέμενε στην Αθήνα στην Κατοχή, να έχει επαφή με την αλλοδαπή και να είχε μάθει τη λέξη ρομπότ. Αλλά να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να γράψει ένα σύνθημα, το οποίο θα ήταν ημιακατανόητο στον πολύ κόσμο (μάλλον: στη συντριπτική πλειοψηφία τού κόσμου), είναι πολύ απίθανο.

Το δεύτερο γεγονός που κάνει απίθανη την χρήση τού τετράστιχου ως σύνθημα είναι το μέγεθός του. Οι άνθρωποι που έγραφαν τα αντικατοχικά συνθήματα ήταν πάντα βιαστικοί. Η κυκλοφορία τη νύχτα απαγορευόταν, οι Γερμανοι έκαναν περιπολίες και υπήρχε πάντα ο φόβος να τους δει και αναγνωρίσει κάποιος προδότης. Τα συνθήματα ήταν λακωνικά: «Έξω οι Γερμανοί», «Ελευθερία»...

Το τρίτο που δεν ταιριάζει είναι η ίδια η σκωπτικότητα τού πεντάστιχου. Όταν οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα και οι Έλληνες τους απώθησαν, έγιναν γιορτές και πανηγύρια - τουλάχιστον στα αστικά κέντρα – με αποκορύφωμα, ίσως, τις θεατρικές παραστάσεις τής
Βέμπο και τα διασκευασμένα πολεμικά τραγούδια. Αφότου όμως μπήκαν οι Γερμανοί και κυρίως μετά τον χειμώνα τού ’41, όπου οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και το κρύο, το γέλιο κόπηκε. Ακόμα και αν δεκτούμε ότι υπήρχε κάποιος πεινασμένος αλλά αθεράπευτα πνευματώδης στιχοπλόκος, θα αποφάσιζε να απευθυνθεί στους ημιεξοντωμένους συμπολίτες του με ένα χιουμοριστικό ποιηματάκι;

Το βιβλίο που σάς ανέφερα είναι μία πλούσια συλλογή (περίπου 460 σελίδες) από μικρά κείμενα κωμικογράφων τού παλιού καιρού, Ελλήνων (Ψαθάς, Παπαδούκας, Σταμ, Κονδυλάκης, ...) και ξένων (Τουαίην, ντε Κομπρά...), ιστορικά «ανέκδοτα», απλά ανέκδοτα, κείμενα λαϊκής σοφίας και σοφίσματα καθώς και από γελοιογραφίες (σχεδόν όλες ανυπόγραφες). Περίπου στο πνεύμα τού περιοδικού «Τραστ τού γέλιου» (πόσοι το θυμάστε;) αλλά πιο προσεγμένο. Υποθέτω ότι οι εκδότες δεν θα έλεγχαν εξωνυχιστικά την αυθεντικότητα των «ιστορικών» κειμένων που συνέλλεξαν.

Το ποιηματάκι είναι πολύ εμπνευσμένο, αλλά εγώ έχω την υποψία ότι γράφτηκε αρκετά χρόνια μετά την Κατοχή και ακόμα περισσότερο ότι δεν γράφτηκε ως σύνθημα σε τοίχο.
Οπωσδήποτε το μήνυμά του είναι υπαρκτό:
Τα «μπότεν» και τα φερμπότεν πρέπει να είναι φερμπότεν.
Οι άνθρωποι και όλα τα ζωντανά δεν πρέπει ποτέ να γίνονται ρομπότεν.
Το καλαμποκόψωμο (το μπομπότεν) εμένα μού αρέσει, αλλά είναι μέσα στα καθήκοντά μας να φροντίζουμε από το τραπέζι κανενός να μην λείπει κανένα είδος ψωμιού.
Είθε!

Αν κάτι γνωρίζετε για το πεντάστιχο, γράψτε το, παρακαλώ, στα σχόλια. Και γράψτε φυσικά ούτως ή άλλως!