Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Μνήμη Αναστασίας Κουμπάκη

Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο τής Αναστασίας Κουμπάκη, στις 16 Φεβρουαρίου τού 2009.

Η Αναστασία είχε γεννηθεί στην Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ) στις 22 Απριλίου τού 1953, από Έλληνες γονείς, την Ροδάμα και τον Νίκο, πολιτικούς πρόσφυγες στην Βουλγαρία.

Αγαπούσε την μουσική, την ποίηση, την τέχνη.





Σπούδασε στο Μουσικό Λύκειο Φιλιππούπολης και μετά στο Ανώτατο Μουσικό και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, από όπου πήρε Δίπλωμα Παιδαγωγού τής Μουσικής με ειδικότητες στο Πιάνο, στην διεύθυνση χορωδίας και στην Ωδική. Το Ινστιτούτο ονομάζεται σήμερα Ακαδημία Μουσικής και Ορχηστρικής τέχνης.
Οι σπουδές ποτέ δεν τελειώνουν για όποιον θέλει να μαθαίνει και η Αναστασία συνέχισε μεταπτυχιακά για Διεύθυνση Χορωδίας στη Μουσική Ακαδημία τής Σόφιας.

Στη Βουλγαρία δίδαξε τρία χρόνια ως καθηγήτρια μουσικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Ήρθε στην Ελλάδα - όπως και η οικογένειά της - και δεν μπορώ να φανταστώ το σοκ από την πολιτισμική / πολιτιστική αλλαγή. Βαλκάνια Βαλκάνια μεν, αλλά και παιδεία και νοοτροπία από δύο λαούς με ιστορική αντιπαράθεση και παντελώς διαφορετική διαδρομή από τους παγκόσμιους πόλεμους και μετά.
Στην Ελλάδα, η Αναστασία εγκαταστάθηκε κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Συνέχισε να παρακολουθεί σεμινάρια για να μαθαίνει, να βελτιώνεται στην Τέχνη της και στην τεχνική της.
Παράλληλα, μια που το μικρόβιο των σπουδών δύσκολα φεύγει, εκπονούσε την διδακτορική της διατριβή στο Conservatoire τής Σόφιας.

Στη Θεσσαλονίκη εργάστηκε στο Αριστοτέλειο Κολέγιο, στο Νέο Ωδείο και σε πολλούς άλλους μουσικούς φορείς. Το 1985 ιδρύουν με συναδέρφους της το Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης, όπου και θα εργαστεί ως τα τελευταία της.

Εκεί την γνώρισα εγώ. Κάπου το 1987, στα φοιτητικά μου χρόνια, όπου αποφάσισα και πάλι να ξεστραβωθώ λίγο μουσικά - το είχα επιχειρήσει παλιότερα στο λύκειο, αλλά σύντομα το άφησα λόγω των απαιτήσεων των Πανελλαδικών.
ΑΝ θυμάμαι καλά, η Αναστασία είχε έρθει στην τάξη τού σολφέζ για να ψαρέψει ταλέντα (...) για την χορωδία τού Ωδείου. Ούτε θυμάμαι τώρα τι τραγουδούσαμε, αν το τραγουδούσαμε κατά μόνας ή ομαδικά, πάντως με κοίταξε ύποπτα. 23 χρόνια μετά σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ τι με είχε ρωτήσει. Ήμουν ψαρωμένος αλλά και θρασύς, μού πρότεινε να μπω στη χορωδία και βέβαια κολακεύτηκα.
Σιγά σιγά άρχισα να την γνωρίζω.

Έπειτα εμπλέχτηκα και σε άλλες χορωδίες. Το 1989, η Χορωδία τής Γερμανικής σχολής Θεσσαλονίκης διασπάστηκε ή ανέστειλε τις δραστηριότητές της και αρκετά άτομα αποτέλεσαν τον πυρήνα για να δημιουργηθεί η Χορωδία Δωματίου Θεσσαλονίκης. Αν σωστά θυμάμαι ήταν ο Γιάννης Κ. που πρότεινε την Αναστασία για μαέστρο τής Χορωδίας.
Είχα την τύχη να είμαι στη ΧΔΘ ένα χρόνο, μετά έφυγα από την πόλη.

Η Αναστασία παρέμεινε πέντε χρόνια ακόμα διευθύντρια και από όσο ξέρω, η χορωδία διέπρεψε. Παράλληλα διήυθυνε κι άλλες χορωδίες στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις τής Μακεδονίας.

Τα τρία εκείνα χρόνια, από την γνωριμία μας έως ότου έφυγα, τολμώ να πω, και το λέω με περηφάνια, ότι ήμουν φίλος της, όχι από τους στενούς, κολλητούς, αλλά μάς άρεσε και στους δύο να μιλάμε, να πηγαίνουμε βόλτες και να κάνουμε μουσική. Για το τελευταίο, η Αναστασία χρειαζόταν να ρίχνει πολλούς ορόφους το επίπεδό της για να με ... φτάσει.
Με 13+ χρόνια διαφορά και με τα μυαλά (μου) στα κάγκελα ή σε πολλά άλλα μέρη, όχι όμως στο σωστό, η επικοινωνία δεν ήταν πάντα εύκολη. Συν ο χαρακτήρας τής Αναστασίας που δεν ήταν τού κόσμου τούτου.
Έγραψα πριν για το θράσος μου. Δεν εννοούσα αγενής, εννοούσα την νοοτροπία τού να πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες, την θέληση να είμαι δοκησίσοφος. Φυσικά δεν ήμουν ο πιο πρωταθλητής στο άθλημα.
Για την Αναστασία όμως αυτό ήταν όχι απλά έξω από ο ήθος της, αλλά έξω από την λογική της, έξω από την δυνατότητα τής λογικής της να δεχτεί ότι υπάρχει τέτοια νοοτροπία και φορείς αυτής.

Ως τα σήμερα δεν ξέρω πώς με ανεχόταν, τουλάχιστον πώς ανεχόταν αυτή την πλευρά μου. Ίσως και να μην την ανεχόταν.

Κρατήσαμε επαφή και βλεπόμασταν που και που τα επόμενα χρόνια. Παράξενο πράγμα, η Αναστασία δεν άλλαζε. Πάντα έφηβη, πάντα έκπληκτη και καλοπροαίρετη για τον κόσμο, στον οποίο λες και έδινε την ευκαιρία να τον γνωρίσει εκ νέου την κάθε μέρα.

Κινητική, με πολύ ενέργεια που καμπτόταν - νομίζω - μόνο από κτυπήματα που πονούσαν την ηθική της. Και τέτοια ουκ ολίγα βέβαια.

Η Αναστασία με τον ακέραιο χαρακτήρα της και την ακέραια ποιότητα σε αυτά με τα οποία καταπιανόταν, δεν έβαζε νερό στο κρασί της. Αυτό συχνά την έκανε άκαμπτη. Σε άλλες χώρες, δεν θα ίσχυε ο χαρακτηρισμός. Οι απαιτήσεις της θα ήταν προφανείς. Στην Ελλάδα όμως, όπου όταν τρυπήσει μία σωλήνα, η ενδεικνυόμενη μέθοδος είναι να συσταθεί μία επιτροπή, να καλοπληρωθεί μία εταιρεία κατασκευής και τελικά κάποιος να βουλώσει την τρύπα με τσίχλα, στην Ελλάδα όπου η συνεννόηση κάτω και πλάι από το τραπέζι είναι η κανονική μέθοδος και η αμοιβαία μετακύλιση ευθυνών, μέχρι να βουλιάξουν στον πάτο τής θάλασσας, είναι το ευκταίο, η Αναστασία ήταν κόκκινο πανί για τους συναλλασσόμενους. Από μια άλλη σκοπιά, ο τρόπος τής Αναστασίας ήταν ο τρόπος τής αυτοπειθαρχίας και τής αργής, βαθιάς, τελετουργικής μάθησης, ο οποίος στην Ευρώπη, αν έμεινε κάπου στο δεύτερο μισό τού 20ου αιώνα, πιστεύω ότι ήταν στο ανατολικό μπλοκ. Η Δύση προχώρησε με τις φρέσκιες μεθόδους τής Αμερικής: ταχύτητα, συγκόλληση προϋπαρχουσών εφαρμογών, άμεση δοκιμή και πέταμα των αποτυχημένων αποτελεσμάτων, πράξη, πράξη, πράξη.

Όπως και να 'ναι, η διαφορά κουλτούρας συχνά την έφερνε σε συγκρούσεις με τους συναδέρφους της και τους συνανθρώπους της. Το άντεχε, αλλά φαίνεται ότι πληγωνόταν. Η προοπτική να μπει σε διαδικασία συγκρούσεων την αρρώσταινε. Η ιδέα ότι θα εμπλακεί με ανθρώπους που ήταν πνευματικά ικανοί να σχεδιάζουν αδικίες - καταλαβαίνω ότι - τής ήταν ανυπέρβλητη συναισθηματικά. Έτσι, δυσκολευόταν να κυνηγήσει ευκαιρίες, να ανέλθει σε αξιώματα, να κάνει αυτό που λέμε καριέρα. Παράλληλα αδυνατούσε σχεδόν να αντιληφθεί οικονομικά μεγέθη, και αυτό όχι βέβαια από την θέση τού Κροίσου που δεν ξέρει τι έχει, αλλά από την μεριά τού Σοφού που δεν ασχολείται να γνωρίσει την τιμή των πραγμάτων αλλά μόνο την αξία τους - όσων από αυτά έχουν αξία.

Την τέχνη της - και το ήθος της - δεν τα διαπραγματευόταν. Και όταν έγραψα πριν ότι "έριχνε το επίπεδό της για να με φτάνει", το εννοούσα στο πλαίσιο τής διδασκαλίας, για την οποία είχε πάθος. Αγωνιζόταν να μεταδίδει τήν γνώση της, να σώσει κάπως, ακόμα και αυτούς που ενδιαφέρονταν μόνο για πασαλείμματα.

Και βέβαια, είναι μοναχικός ο δρόμος ενός τέτοιου ανθρώπου - που παραμένει άνθρωπος ενώ οι άλλοι γύρω του ρινοκερεύουν, αργά ή γρήγορα.

Όταν πια έφυγα από την Θεσσαλονίκη και αποστασιοποιήθηκα, κατάλαβα ότι η Αναστασία ήταν έφηβη και θα έμενε έτσι: ακέραιη και αθώα με θέληση να φτιάχνει όμορφο τον κόσμο. Όχι χωρίς επίγνωση τής κακίας και τής μετριότητας αλλά με συνειδητή απορριψή τους και οργανική αδυναμία να τις ενστερνιστεί η ίδια έστω και λίγο.

Περισσότερο από όλα, η Αναστασία αγαπούσε να είναι πολιτισμένη. Αγαπούσε να είναι ευγενής και σεμνή.

Τις προάλλες καθώς διάβαζα άλλα αφιερώματα για εκείνη, θυμήθηκα τον γλάρο Ιωανάθαν:

«Για λίγες μέρες [ο Iωνάθαν] προσπάθησε να φερθεί όπως οι άλλοι γλάροι· προσπάθησε στα αλήθεια, κρώζοντας και πολεμώντας με το σμήνος γύρω στις αποβάθρες και τις ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σε αποκόμματα ψάρι και ψωμί. Κι όμως δεν τα κατάφερνε. Δεν έχει κανένα νόημα, σκέφτηκε, αφήνοντας σκόπιμα να πέσει, αφού την κέρδισε με χίλιους κόπους, μια αντσούγια σε έναν πεινασμένο γερογλάρο που τον κυνηγούσε. Θα μπορούσα να ασχοληθώ όλο αυτό το διάστημα μαθαίνοντας να πετάω. Έχει τόσα να μάθει κανείς! Και πολύ σύντομα ο Ιωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στα ανοιχτά, πεινασμένος, ευτυχισμένος, μαθαίνοντας.»

Richard Bach

Η Ιωνάθαν πέθανε αυτή τη φορά από καλπάζοντα καρκίνο. Μπήκε στο νοσοκομείο τον Δεκέμβριο τού 2008 και σε δύο μήνες υπέκυψε.

Γεια σου Αναστασία!


Ευχαριστώ την μητέρα της - δυνατή γυναίκα - που μάς προσκάλεσε φέτος στο μνημόσυνο.

Ευχαριστώ τον αδερφό της, Βασίλη, που μού μίλησε και μού έδωσε στοιχεία και το βιογραφικό της.

Εύχομαι σε όλους, που άφησε πίσω της και νοιαζόταν για αυτούς, να είναι καλά!

Διαβάστε αν θέλετε το αφιέρωμα που έγραψε η Βασιλική Ν. στο blog της, πέρσυσι:

http://animusanimus.blogspot.com/2009/02/1953-2009.html

Και αν βάλετε "Αναστασία Κουμπάκη" σε κάποιο ψαχτήρι θα ανακαλύψετε αρκετά ακόμα.


Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Χρόνος


[Η ανάρτηση αυτή αποτελεί συνέχεια τής προηγούμενης!
Επιδείξτε ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην χάσετε την νοηματική συνέχεια!]

Μερικά χρόνια μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα που περιέγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση, βρέθηκα σε άλλη γη σε άλλα μέρη και έκανα μεταπτυχιακά. Κανείς δεν είναι τέλειος.
Σταθερή παρέα μου σε εκείνον τον αφιλόξενο για μένα τόπο, ήταν ο Βελερεφόντης (ψευδώνυμο). Ο Βελερεφόντης ήταν λίγα χρόνια μικρότερος, φίλεργος, έξυπνος, ευγενικός, ψείρας (όχι με την κακή έννοια) και ηθικολόγος (με την καλή έννοια). Ένα ελάττωμα είχε και αυτό για τον εαυτό του: αν τού έβρισκες το σωστό κουμπί, μπορούσες να τον πείσεις ότι αξίζεις σημαντικά περισσότερο από ότι άξιζες.
Εγώ – παμπόνηρος – βρήκα το σωστό κουμπί και φυσικά το εκμεταλλεύτηκα. Σύντομα τον έπεισα ότι είμαι έξυπνος, καλλιεργημένος, ευγενικός, φίλεργος, κουλτουριάρης (καλλιτεχνικά), ψαγμένος (sic), ηθικός και δεν συμμαζεύεται. Επίσης τον έπεισα ότι έχω πολλές εμπειρίες ζωής (...) και ότι μετά από κάποιες ακολασίες (μικρής κλίμακας) επέστρεψα στον δρόμο τής αρετής. Κανονικός απατεώνας δηλαδή.
Κέρδισα λοιπόν την φιλία του και τού επέτρεπα να απολαμβάνει την παρέα ενός τόσο σπουδαίου ατόμου. Τού επέτρεπα επίσης να με βοηθάει στα δύσκολα σημεία τού μεταπτυχιακού, να ακούει με σέβας(;) τις ιδέες μου κ.λ.π..

Κάποια στιγμή έτυχε να μοιραστούμε ένα κοινό πρόβλημα με τον Βελερεφόντη: ερωτική απογοήτευση - για διαφορετική γυναίκα ο καθένας, ευτυχώς.
Τι κάνουν δύο άντρες όταν περνάν ερωτική απογοήτευση; Μεθάνε, πάνε σε strip show και άλλες φυσικότητες. Τι κάνουν όμως όταν ο ένας είναι ηθικός και ο άλλος πρέπει να διατηρήσει το status του ως κουλτουριάρης;
Το ρίχνουν στη φιλοσοφία!
Ένα βράδυ λοιπόν αφού εντοπίσαμε τις παραδοξότητες τού Feynman, απαντήσαμε αν η ανθρωπότητα έχει φάει μονό ή ζυγό αριθμό αχλαδιών από το λυκαυγές της* και γνωμοδοτήσαμε για το Πολωνικό ζήτημα (υπό καθεστώς Ψυχρού Πολέμου), εκείνος συνέχισε να είναι λυπημένος, οπότε εμένα μού ήρθε να τού απαγγείλω το αίνιγμα:

- «Τα πράγματα όλα τα καταπίνει:
πουλιά και λουλούδια, δέντρα και κτήνη.
μασάει το σίδερο, το ατσάλι σκίζει,
αλέθει πέτρες και τις λιανίζει.
Πόλεις ρημάζει, ρηγάδες σκοτώνει
και τα ψηλά βουνά ξεθεμελιώνει.»

»Τι είναι;»

(Η παραπάνω μετάφραση - των Α. Γαβριηλίδη & Χ. Δεληγιάννη – είναι από την έκδοση τού «Χόμπιτ» στα ελληνικά από τον «Κέδρο», το 1978. Ίσως να μην το θυμόμουν επακριβώς και να το παράλλαξα λίγο καθώς το έλεγα. Λιγάκι. Το πρωτότυπο έχει ως εξής:

“This thing all things devours:
Birds, beasts, trees, flowers;
Gnaws iron, bites steel;
Grinds hard stones to meal;
Slays king, ruins town,
And beats high mountain down.”
)

Ο Βελερεφόντης το σκέφτηκε λίγο και έπειτα μού είπε πονηρά – σαν να έδειχνε ότι εύκολα μπορεί να με «διαβάσει»:

- «Η Αγάπη

Έχουν περάσει χρόνια, αλλά θυμάμαι ακόμα το ηθικό μου να βουλιάζει στο άβολο κάθισμα τού αυτοκίνητου-κουβά που είχα (και καθόμασταν), να τρυπάει το σκουριασμένο σασί και να πέφτει στην άσφαλτο. Αναπήδησε εκεί δύο τρεις φορές και μετά έμεινε ακίνητο, ψόφιο. Μπορώ να σας περιγράψω τον ήχο που έκανε όταν αναπηδούσε, αλλά γιατί να σάς γεμίζω τώρα με τα άγχη μου;...
Αχ, πόσο ένοχος ένιωσα. Τον κοίταξα λυπημένα.

- «Αχ, καημένο, αθώο μου παιδί», τού είπα. «Δεν είναι η αγάπη...»

Και μετά τού είπα τι είναι. (Βρίσκεται στον τίτλο τής ανάρτησης, αν δεν το βρήκατε ούτε εσείς - καημένοι, αθώοι μου αναγνώστες... :-) )
Απογοητεύτηκε...

Από την επόμενη μέρα, έβαλα αυστηρούς κανόνες στον εαυτό μου και εκμεταλλευόμουν πια τον καλό μου φίλο μόνο κατά το ήμισυ. Επίσης προσπάθησα να σταμάτησω να τον χειραγωγώ. Επίσης προσπάθησα να είμαι και εγώ καλός μαζί του - όσο γινόταν (δεν είναι εύκολο από την μια μέρα στην άλλη να ... επιδόσεις τόσο πολύ!).
Είμαστε ακόμα φίλοι, οπότε ίσως τα πήγα καλά.


Θυμάμαι ότι στο σχολείο μού κακοφαινόταν η έκφραση «πανδαμάτωρ χρόνος» όπως την διαβάζαμε στις μεταφράσεις τού Ομήρου. Το αίνιγμα όμως τού Gollum (δια χειρός Tolkien) μού άρεσε. Ο χρόνος εμφανίζεται, κυρίως, κακός και αυτό μασκαρεύει το «απλά νικητής» που υπονοεί ο Όμηρος.
Το αίνιγμα το έθεσε ο Gollum (πρώην Smeagol) στον Bilbo Baggins στο ανήλιαγο βάθος των εγκάτων των Βουνών τής Ομίχλης, δίπλα στις όχθες μιας υπόγειας λίμνης. Ο Gollum καθισμένος σε μια βαρκούλα, ο Μπίλμπο όρθιος στη στεριά. Και αν αυτό σάς θυμίζει γκραβούρες από την Θεία Κωμωδία τού Δάντη... συμφωνώ μαζί σας.
Το διακύβευμα ήταν η ζωή ή η σωτηρία τού Μπίλμπο.

Ο Gollum, παρ’ ότι διατύπωσε αυτό το αίνιγμα, ήταν ξεχασμένος από τον Χρόνο. Βλέπετε είχε βει τον «Άρχοντα των Δακτυλιδιών» (όχι το βιβλίο, το κορυφαίο κακιασμένο δακτυλίδι που εξουσίαζε όλα τα άλλα). Ο «Άρχοντας» τού προσέφερε μακροζωία και τού ρουφούσε τη χαρά και ότι άλλο τέλος πάντων θέλει ένα σώμα για να χαίρεται την μακροζωία του. Θα ‘μενε έτσι για πολλούς πολλούς αιώνες ακόμα, αλλά ο «Άρχοντας» τον βαρέθηκε και τού την έκανε. Ο Μπίλμπο βρήκε το Δακτυλίδι, ξέφυγε από τα σκοτεινά μπουντρούμια, έβαλε σε κίνηση έναν ολόκληρο μηχανισμό που ανάγκασε τον Τόλκιν να γράψει 3+ βιβλία για τον πόλεμο ενάντια στον διαβολικό Δεν-κάνει-να-λέμε-το-όνομά-του, τα παιδιά του πούλησαν τα πνευματικά δικαιώματα και ξεπήδησαν παιχνίδια, ταινίες, τραγούδια, βιβλία, μπλουζάκια, κουκλάκια, κι άλλα παιχνίδια, γκοφρέτες, σωβρακοφανέλες και ων ουκ έστι αριθμός τζιρτζιμίντζιλα, εγώ έκανα πάσα στην Ευτέρπη με το αίνιγμα που διαβάσατε στο προηγούμενο post, μετά έκανα πάσα στον Βελερεφόντη – και τον απογοήτευσα τον καλό άνθρωπο – και τώρα, χρόνια μετά,
αν κάτι θέλω,
είναι
να ήταν
εκτές...

Idom


* Το αστειάκι με τα αχλάδια είναι παρμένο από το κόμικς “Piccolo Lenin” τού Daniele Panebarco (στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε συνέχειες από το «Μικρό Παρά πέντε» το 1988). O Panebarco δείχνει τον Λαφάργκ να ασχολείται με το μεγαλοφυές αυτό ερώτημα – και μάλλον τον αδικεί. Πιθανόν πρόκειται για σάτυρα τού φιλοσοφικού (;) ερωτήματος αν έχει γεννηθεί μονός ή ζυγός αριθμός ανθρώπων από την αρχή τής ανθρωπότητας.

I.


Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Σκοτάδι


Η πρώτη μου επαφή με το έργο τού Τόλκιν έγινε όταν ήμουν πιτσιρικάς. Παιζόταν τότε στους κινηματογράφους το πρώτο «μισό» από τον «Άρχοντα των Δκτυλιδιών» σε κινούμενα σχέδια (σωτήριον έτος 1979). Εγώ παρ’ ότι άρρωστος εκείνες τίς ημέρες, είχα διαβάσει κριτικές που μού έκαναν κλικ και είχα επιμείνει να πάω να το δω.
Το project δεν πήγε καλά σε διεθνές επίπεδο και από όσο ξέρω ποτέ δεν φτιάχθηκε το δεύτερο μέρος.
Εκείνη τη φορά έμεινα στο έργο και δεν έμαθα τίποτε για τον συγγραφέα κ.τ.λ..
Τρία χρόνια αργότερα έγινα κάτοχος ενός κομπιούτερ ZX-Spectrum, άρχισα να διαβάζω το «Computer για όλους» και ενημερώθηκα για ένα παιχνίδι με τίτλο Hobbit, που οι κατασκευαστές του είχαν κάνει μήνες να το ετοιμάσουν, ενσωμάτωνε τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης (αυτό ήταν μούφα) και ανήκε στην κατηγορία των παιχνιδιών περιπέτειας κειμένου (στα αγγλικά φυσικά): έγραφες στο computer οδηγίες (π.χ., «open the green, round door», «eat bread», «Tell Thorin to sing» κ.λπ.) και σού εμφάνιζε το αποτέλεσμα των ενεργειών σου («cold wind blows through the door», «you eat the bread. No more bread is here», «Thorin sits down and starts to sing about gold»)! Υπήρχαν και λίγες συνοδευτικές εικόνες, αριστουργήματα ατμόσφαιρας για εκείνη την εποχή. Πλάκα πλάκα το παιχνίδι «καταλάβαινε» πάνω από 100 λέξεις και τους συνδυασμούς τους μέσα σε προτάσεις και όλα αυτά τα είχαν χωρέσει μέσα σε 48 Kbytes, οκτάμπιτα! Σήμερα σε τόσο χώρο δεν χωράει ούτε το λογότυπο μίας εταιρείας video-παιχνιδιών.

Εγώ την καταβρήκα μεν, αλλά κόλησα δε, στο τι έπρεπε να κάνω. Μέχρι 12.5% την έφτανα την ιστορία. Μετά με τρώγαν οι αράχνες ή φυλακιζόμουν για πάντα στις στοές των trolls (είχε και κάποια bugs το παιχνίδι).
Και πάλι, δεν έμαθα πολλά για τον Τόλκιν – ότι εγραφε το διαφημιστικό.

Μετά πέρασα στο πανεπιστήμιο.
Σύντομα κατάφερα να δημιουργήσω την εντύπωση στους συμφοιτητές μου ότι είμαι ούφο, - μερικοί μάλιστα με λιγότερες αναστολές, μιλούσαν κανονικά για μ...ύωπα. (Δεν εννοώ μύωπας, αλλα στα blogs δεν πρέπει να γράφουμε κακές λέξεις - ειδικά όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας!) Η αλήθεια είναι ότι έκανα ότι μπορούσα για να είμαι ούφο. Με την καλή έννοια όμως.

Ωραία, τώρα ήρθε η ώρα να σας γνωρίσω την Ευτέρπη (ψευδώνυμο). Η Ευτέρπη ήταν συμφοιτήτρια και ήταν από τους πιο πεπεισμένους για την ουφοσύνη μου, να μην μιλήσω και για μυωπία. Ατυχώς για εκείνη, κάτι τέτοια τα έπαιρνε πολύ προσωπικά και ίσως τής είχε γίνει λίγο πιο έμμονη ιδέα από ότι θα έπρεπε.
Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, πάντως είχε κυκλοφορήσει ότι η Ευτέρπη ήξερε καλά Αγγλικά.
(Παράνθεση: εγώ ποτέ μου δεν ήξερα ούτε κακά αγγλικά. Στα 25 χρόνια περίπου που μεσολάβησαν συνέχισα να μην ξέρω, αλλά έμαθα να προσποιούμαι και τώρα μέχρι και σε επιστημονικό ακροατήριο έχω δώσει διάλεξη εις την αγγλικήν.)
Λοιπόν, τω καιρώ εκείνο, στο παιχνίδι, βρισκόμουν στη λίμνη κάτω από τα βουνά, μαζί με το Gollum και μού έβαζε αινίγματα (το παιχνίδι ήταν πιστό ως προς το βιβλίο). Φυσικά εγώ δεν καταλάβαινα γρι, ενεργούσα αλλ’ αντ’ άλλων και πάντα με έπνιγε.
Μπλίαξ.

Αντέγραψα λοιπόν ένα αίνιγμα με σκοπό να ζητήσω από την Ευτέρπη να μού το μεταφράσει. Τα ‘φεραν λοιπόν έτσι οι βουρλισμένοι χρόνοι που μπήκαμε μαζί σε ζευγάρι εργασίας σε κάποιο εργαστήριο μεσαιωνικής υδραυλικής (ψευδώνυμο). Τώρα που το σκέφτομαι, ΙΣΩΣ η Ευτέρπη το επεδίωξε λίγο, για να μελετήσει από κοντύτερα αυτό το γλοιώδες, ημιαπαίσιο εξωτικό παράγωγο τής φύσης (δεν εννοώ το Gollum, εμένα εννοώ).
Φυσικά με κοιτούσε περηφρονητικά, απαξιωτικά και ότι άλλο χρειαζόταν για να μείνω στη «θέση μου».
Τής πασάρω λοιπόν με τρόπο το χαρτάκι.

It cannot be seen, cannot be felt,
Cannot be heard, cannot be smelt.
It lies behind stars and under hills,
And empty holes it fills.
It comes first and follows after,
Ends life, kills laughter.

(Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αυτό το ποίημα ήταν. Το διασταύρωσα και με την ... Ευτέρπη ... εκτές!)

Η Ευτέρπη πήδηξε επάνω!
- «Πού το βρήκες αυτό;!»
- «Τι λέει;»
- «Πού το βρήκες, εσύ αυτό;»
- «Πες μου πρώτα τι λέει...»

Επεξήγηση:
Εγώ ντρεπόμουν να αποκαλύψω την πηγή.
Εκείνη, αποδείχτηκε μεγάλη fan τού Τόλκιν, είχε διαβάσει όλα τα σχετικά παραμυθοβιβλία στο πρωτότυπο, τα σεβόταν τρομερά, και τώρα είχε βραχυκυκλώσει:
Γιατί το ούφο τριγυρνούσε με ένα χαρτάκι από γρίφο τού Τόλκιν ρωτώντας τι λέει;
Ποιος έδωκε τα άγια τοις κυσίν; - κ.λπ.

- «Θα σού πω! Πες μου πού το βρήκες!»
Κ.λπ....

Τέλος πάντων αυτό ήταν η αρχή μιάς μεγάλης φιλίας.
Στην αρχή η σχέση μας ήταν τελείως καυτή:
Ξενυχτούσαμε μπρος στο κομπιούτερ (τον Spectrum συνδεμένο σε ασπρόμαυρη TV!) παίζοντας και ξαναπαίζοντας την ίδια σκηνή.
Όταν κάποτε σκοτώσαμε τον δράκο αγκαλιαστήκαμε!
(Και για να μην σας μπαίνουν ιδέες και για να καταλάβετε την πόρωση, τα ξενύχτια δεν περιλάμβαναν κανενός είδους άλλη περίπτυξη. Αυτό έλειπε, να αφήσουμε τον Μπίλμπο να πάμε για πουρνάρια.)

Μετά, το παιχνίδι δεν είχε πια ενδιαφέρον – είχε και ένα τεράστιο bug και ουδέποτε κατάφερα να επιστρέψω τον Μπίλμπο στο Χόμπιτον -, εγώ είχα καταφέρει να ψιλοπείσω την ομήγυρη ότι τα UFOs είναι χαριτωμένα, έτσι η σχέση μας πήρε την κάτω βόλτα: γίναμε κανονικοί συμφοιτητές.
Σίγουρα όμως με αγάπησε! Λίγο καιρό μέτα, η Ευτέρπη μού δώρισε το βιβλίο μεταφρασμένο στα ελληνικά (εκδόσεων Κέδρου) με ιδιόχειρη αφιέρωση. Λίγο καιρό μέτα, η Τολκινολαγνεία σάρωσε την Ελλάδα.

...

«Δεν μπορείς να το δεις, δεν μπορείς να το νιώσεις...
Απλώνεται πίσω απ' τ' άστρα και κάτω απ' τους λόφους...
Τελειώνει τη ζωή, σκοτώνει το γέλιο»
, λοιπόν.

Ξέρουμε όλοι ότι το σκοτάδι είναι από τους μεγαλύτερους φόβους τού ανθρώπου. Όντας ζώο που στηρίζεται κυρίως στην όραση, η έλλειψη φωτός, μετατρέπει τον οικείο χώρο, σε άγνωστο και τρομερό.
Και όταν τα μάτια κλείσουν και πια δεν βλέπουν, από αρρώστια, τραυματισμό ή θάνατο, λέμε πάλι – ποιητική αδεία από τον καιρό τού Oμήρου; - ότι σκοτείνιασαν, «σκοτείνιασε» ο κόσμος...

Idom