Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Αναμνήσεις ενός φυτοφάγου


Κάποτε ζούσε ένας αγρότης (farmer), πατέρας δύο γιων. Όταν ο ένας γιος ενηλικιώθηκε, ζήτησε επίμονα από την πατέρα του το μερίδιο τής οικογενειακής περιουσίας που τού αναλογούσε, μετά ρευστοποίησε και την έκανε για τα ξένα.
Ο άλλος γιος έμεινε σπίτι και λύσσαγε στη δουλειά. Και η οικογενειακή περιουσία όλο μεγάλωνε.

Ο γιος που ξενιτεύτηκε ενδιαφερόταν μόνο για διασκεδάσεις και life style. Σύντομα ξόδεψε όλα του τα λεφτά και έμεινε ταπί. Εκτός αυτού η χώρα χρεοκόπησε και ο νέος πείνασε. Πήγε να πιάσει δουλειά αλλά καθώς δεν ήξερε πολλά να κάνει, η μόνη δουλειά που βρήκε ήταν εκείνη τού χοιροβοσκού. Όμως και εκεί πεινούσε. Ζητούσε να φάει από τα χαρούπια των γουρουνιών και κανένας δεν τού ‘δινε...

Κάποια στιγμή, μέσα στην απελπισία του αφυπνίσθηκε και θυμήθηκε το σπίτι του και τον πατέρα του. Θυμήθηκε ότι εκεί οι υπηρέτες είχαν να φάνε με το παραπάνω. Ντρεπόταν να γυρίσει και ούτε λόγος να ζητήσει να τον δεχτούν ως ισότιμο μέλος στην οικογένεια, αλλά ένιωσε ότι μπορούσε να πει, από τα μέσα του, «πατέρα, ζητάω συγγνώμη μπροστά σε θεούς και ανθρώπους, δεν είμαι άξιος για την οικογένειά σου, αλλά πάρε με σε παρακαλώ ως υπηρέτη και θα δουλέψω τίμια». Και ξεκίνησε.

Την ημέρα που έφτανε στο σπίτι, ο πατέρας του βρισκόταν στο studio τού πάνω ορόφου, τον είδε από μακριά και λωλάθηκε. Κουτρουβάλησε τις σκάλες, έτρεξε, έπεσε στην αγκαλιά του γιου του και τον φιλούσε.
«Γύρισες, παιδάκι μου. Γύρισες!» Και μαζί βλέποντας τα χάλια τού νέου μισόκλαιγε.
Ο γιος, που αυτό δεν το περίμενε, ψέλλισε μερικά λόγια και είπε αυτά που είχε ετοιμάσει, «Πατέρα σού ζητώ συγχώρεση ενώπιον θεών και ανθρώπων. Δεν είμαι άξιος να λογιέμαι για γιος σου...».
Εκεί κάπου σταμάτησε, γιατί ο μπαμπάς ούτε που τον άκουγε, ούτε τον άφηνε να συνεχίσει, είχαν μαζευτεί και οι υπηρέτες που τους είδανε και ο μπαμπάς εκτόξευε παραγγελιές:
«Πάρτε τον γιο μου, πλύντε τον, κουρέψτε τον, κάν’τε του μασάζ και απολέπιση, ντύσ’ τε τον με ρούχα καθαρά και στολίστε τον!... Και μετά ετοιμάστε τσιμπούσι να γιορτάσουμε. Σφάξτε το μοσχάρι, το θρεφτάρι μας, να φάμε να ευφρανθούμε, γιατί είναι μέρα χαράς σήμερα, ο γιος μου που τον είχα σαν νεκρό είναι πάλι εδώ.»
Και έτσι έγιναν όλα.

Βράδιαζε πια και το γλέντι συνεχιζόταν, αλλά ένα περίεργο πράμα, κανένας δεν είχε φροντίσει να ειδοποιήσει τον άλλο γιο που εργαζόταν μακρύτερα στις φυτείες. Βέβαια, η ιστορία αυτή συνέβη πολύ παλιά (πριν το 33 μ.Χ.) και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν μέσα τηλεειδοποίησης. Αν υποθέσουμε ότι ο γιος δεν είχε αφήσει μήνυμα για το που ακριβώς πήγαινε, ίσως να είναι δικαιολογημένο που δεν τον βρήκαν. Irrelevant.
Ο γιος πάντως καθώς επέστρεφε, άκουσε από μακριά φωνές, γέλια και τραγούδια και είδε την φωτοχυσία.
Τού ήρθε τόσο ξένη αυτή η εικόνα (σουρπράιζ πάρτυ είχε να οργανωθεί από τότε που η τελευταία γυναίκα εγκατέλειψε το σπίτι – θα παρατηρήσατε ήδη ότι πουθενά στην ιστορία δεν αναφέρθηκε ούτε μαμά ούτε αδερφή – και ούτε θα αναφερθεί - ας το θεωρήσουμε και αυτό irrelevant), που κοκάλωσε και αντί να μπει να ρωτήσει τους δικούς του τι τρέχει, σταμάτησε ένα διερχόμενο υπηρέτη και ρώτησε εκείνον.
«Μικρέ ζαχίμπ», απάντησε ο υπηρέτης, «γύρισε ο άλλος μικρός ζαχίμπ και ο μεγάλος ζαχίμπ χάρηκε πολύ και είπε να σφάξουμε το καλοθρεμμένο μοσχάρι και να το γιορτάσουμε!»
Τού μικρού ζαχίμπ τού ήρθε ένας μικρός κόλπος.
«Ο μικρός ζαχίμπ;... Τι; Πώς; Γιατί ήρθε; Πώς ήρθε;...»
«Αχ, μικρέ ζαχίμπ, ο μικρός ζαχίμπ γύρισε ρακένδυτος και αδυνατισμένος. Φαίνεται ότι δεν τού έμεινε δεκάρα και πεινούσε. Και φαίνεται...»
Και ο υπηρέτης άρχισε να δίνει ραπόρτο ψιλοκομμένο στον αδερφό – Κύριος οίδε από ποιες πηγές – γιατί είναι σίγουρο ότι όσο η Γη θα γυρίζει, ενδέχεται να ξεχνάμε να ειδοποιήσουμε τον ένα αδερφό για τη γιορτή που οργανώνεται, αλλά είναι σίγουρο ότι θα συλλέξουμε πληροφορίες για τα έργα και τις ημέρες τού άλλου αδερφού.

Κάποια στιγμή ο δουλευταράς αδερφός ένιωσε ότι αυτό το δελτίο ειδήσεων ήταν ατιμωτικό και για τον ίδιο και είπε στον υπηρέτη «καλά, καλά, πήγαινε».
Αλλά είχε γίνει κουδούνι, ήταν δηλαδή πολύ θυμωμένος και όσο το σκεφτόταν ακόμα πιο πολύ και δεν έμπαινε στο σπίτι.
Αυτό όμως το σφύριξαν στον πατέρα – ότι δηλαδή ο άλλος γιος του ήταν έξω και δεν έμπαινε - (ίσως το έκανε ο πρόθυμος, ομιλητικός υπηρέτης, για να ‘χει «δεμένο τον γάιδαρό του»), οπότε ο πατέρας βγήκε αμέσως για να γυρέψει τον φρόνιμο γιο.
«Γιε μου γύρισε ο αδερφός σου! Ο αδερφός σου από τα ξένα, σήμερα και το γιορτάζουμε».
Αλλά είδε το σκοτεινιασμένο πρόσωπο τού γιου του και ο μισός μαράθηκε.
«Μα τι έχεις γιε μου, τι συμβαίνει; Έλα να χαρείς.»
Καταλάβαινε ότι ο γιος είχε θυμώσει και ίσως ζήλευε και τον παρακαλούσε.
Και ο γιος ξέσπασε:
«Μια ζωή σου δουλεύω, βάζω το κεφάλι κάτω σαν ταύρος... και είμαι υπάκουος και σε συμβουλεύω, αλλά την δική σου γνώμη δέχομαι... και αύξησα το βιος μας. Και μία φορά δεν είπες, “πάρε ρε ένα κατσίκι και σφάξ’ το και άντε να κάνετε ένα πάρτυ σουπρήζ με τους φίλους σου”... – δεν έχω φίλους, επειδή εμένα το μυαλό μου είναι στην εργασία.
Και αυτός ο ανεπρόκοπος χώρισε την περιουσία και το βιος σου στη μέση, μας γύρισε την πλάτη και πήγε στα ξένα, λες για να κάνει τη μεγάλη ζωή, και τα ‘φαγε όλα στα καμπαρέ και δεν ξέρω σε τι αθλιότητες... Τού τα φάγαν οι δήθεν φίλοι και οι γκόμενες... Και τώρα ήρθε και σε αυτόν σφάζεις το μοσχάρι, το θρεφτάρι μας. Ε, όχι! Και αύριο, πάλι θα μας ζητήσει κι άλλα λεφτά...
Και ακόμα σε σέβομαι – αλλιώς θα σού έλεγα το ανέκδοτο που τελειώνει “... κι εσύ και ο γρύλλος σου” -, αλλά με πνίγει τ’ άδικο, πατέρα!».

«Πα, πα, πα, παιδάκι μου», τού είπε πάλι ο πατέρας, «γιατί πικραίνεσαι έτσι; Κι αν ήσουν τόσο πικραμένος γιατί δεν μού το έλεγες; Και βέβαια εσύ δουλεύεις, αλλά δεν μού δουλεύεις, για εμάς δουλεύεις, και ότι έχουμε μαζί το ‘χουμε και αν αύριο μού ζητήσεις την περιουσία, δική σου θα ‘ναι...
Μα δεν χρειαζόταν ποτέ η άδεια μου για να πάρεις και ένα και δύο - και όσα ήθελες – κατσίκια, δικά σου είναι! Όσο για τους φίλους σου, ας όψεται που βγήκες μίζερος σαν και μένα, και τον νου σου μόνο στη δουλειά τον έχεις...
Αλλά είναι ο αδερφός σου και πρέπει να χαίρεσαι, γιατί αν όχι τώρα, πότε άλλοτε θα χαρείς; Επέστρεψε!
Και άσε με να χαρώ και εγώ, γιατί είναι ο γιος μου – ότι κι αν είναι – και ήταν σαν να ‘ταν νεκρός και τώρα γύρισε!»

Ο γιος ήταν ακόμα μουτρωμένος αλλά μαλάκωσε:
«Καλά, πάω να πλυθώ και έρχομαι. Αλλά δεν θα παίξουμε λίμπο... Ούτε πιάσιμο μήλων με το στόμα...
Και αύριο θα πάω σε έναν δικηγόρο να συμβουλευτώ, γιατί αυτός θα μας... θα με μαδήσει...»




Εναλλακτικό ηθικό δίδαγμα:
Λίγο πολύ, οι άνθρωποι, συνήθως, κάπως τα βρίσκουν μεταξύ τους. Εκείνο που πάντα – μονά ζυγά – σφάζεται, είναι το μοσχάρι.



Υστερόγραφα:

1। Την ιστορία αυτή, με πολύ καλύτερη διατύπωση και χωρίς σάλτσες, την είπε ο Χριστός σαν παραβολή (διαβάστε το Ευαγγέλιο τού Λουκά στο κεφάλαιο 15). Ο Χριστός και το Ευαγγέλιο προβάλλουν ένα τελείως διαφορετικό ηθικό δίδαγμα, γι αυτό και εγώ το δικό μου το χαρακτήρισα εναλλακτικό.


2। Την ανάρτηση την εμπνεύστηκα μετά από βαθύτατη περισυλλογή στην οποία έπεσα όταν διάβασα την ανάρτηση τού B. (Ροβυθέ) (εδώ). Οπότε, ένιωσα την ανάγκη να «ανταποκριθώ» μέσω ενός θέματος από την Βίβλο.


Ιdom


2 σχόλια:

ολα θα πανε καλα... είπε...

Το irrelevant σου (δις) με τσάκισε,αδελφέ Idom.
:)
Κι έρχονται μετά μερικοί και αποκαλούν "βόδια" και "μοσχάρια" κάτι αναίσθητους...
Πραγματικά εδώ,όπως και να χει,το βόδι την πληρώνει.Θύμησέ μου να σου πω για ένα χορτοφαγικό site με ωραίες συνταγές.
Φιλιά.

Β. είπε...

Είπα κι εγώ, πού βρέθηκα ξαφνικά να με διαβάζουν τόσοι άνθρωποι... Μα επειδή ο Idom τους στέλνει!!!

(Μαγειρέψαμε ένα μοσχαράκι μούρλια, έπρεπε να 'σουνα από μια γωνιά).