Ξαναμπαίνει ο διαβιβαστής.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Στο διαβιβαστή) εσύ τι κάνεις; Μπαίνεις –βγαίνεις…
ΗΡΑ: Καλέ, το καράβι!
ΔΙΑΣ: Φτου, το ξεχάσαμε το καράβι.
ΑΘΗΝΑ: Τι γίνεται – επιπλέει ακόμα ή βούλιαξε;
Ο Δίας στρέφεται στο διαβιβαστή.
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παντομίμα.)
ΔΙΑΣ: Πλέει…
ΗΡΑ: Θα το σώσουμε;
ΑΡΤΕΜΗ: Αν είναι από την Έφεσο, να το σώσουμε σας παρακαλώ.
ΑΡΗΣ: Και γιατί αν είναι απ’ την Έφεσο;
ΑΡΤΕΜΗ: Ε, πότε να το σώσουμε;
ΑΡΗΣ: Αν είναι από τη Θήβα!
ΔΗΜΗΤΡΑ: Και γιατί να το σώσουμε αν είναι από τη Θήβα;
ΑΡΗΣ: Ε, πότε να το σώσουμε;
ΔΗΜΗΤΡΑ: Αν είναι από τη Σικελία. (Ποσειδώνας και Ήφαιστος κουνάνε τα κεφάλια συμφωνώντας.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Γιατί αν είναι…
ΔΙΑΣ: Ε, αρκετά! Έτσι δεν βγάζουμε άκρη. (Στο διαβιβαστή) τι έμαθες για το καράβι;
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Κάνει παραλλαγή τής παντομίμας τού παιχνιδιού «μπιζ».)
ΔΙΑΣ: Είναι από τη Ρόδο. Ενδιαφέρεται κανείς για τη Ρόδο;
Οι περισσότεροι θεοί σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους.
ΘΕΟΙ: Γιατί όχι; / Το ίδιο μού κάνει. / Ε, ας το βοηθήσουμε. / Μπα, δεν βαριέσαι…
ΑΡΗΣ: Δεν είναι κι άσχημα…
ΘΕΟΣ: Ναι, αμέ!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Τι πλοίο είναι;
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Παντομίμα.)
ΔΙΑΣ: Εμπορικό.
ΗΡΑ: Και τι κουβαλάει;
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Παντομίμα το παιχνίδι «μπιζ».)
ΔΙΑΣ: Μπορείς να πεις εσύ, Ερμή;
ΕΡΜΗΣ: Για να δούμε. (Ψάχνει στο μπλοκάκι του.) Ρόδιο εμπορικό έξω από τη Ρόδο. Στις αφίξεις, τίποτε. Στις αναχωρήσεις… (Διαβάζει από μέσα του και ξαφνικά χλωμιάζει. Κομπιάζοντας) εμ, πατέρα, αν δεν κάνω λάθος, πηγαίνει στη Χαλκίδα, κουβαλάει έξι ντουζίνες αμφορείς με μέλι που θα παραδοθούν σε διάφορες πόλεις τής Ελλάδας… για τους ναούς και τα θυσιαστήριά σου…
Όλοι παγώνουν. Μικρή, απόλυτη σιγή.
ΔΙΑΣ: (Εκρήγνηται) τιιι; Ένα πλοίο γεμάτο με μέλι – το μέλι μου! – κοντεύει να βυθιστεί και ‘σεις μωρολογείτε;
ΗΡΑ: Μα…
Ο Δίας αρπάζει τον κεραυνό και αρχίζει να τον κοπανάει στο τραπέζι. Από μακριά ακούγονται βροντές. Οι άλλοι θεοί μαζεύονται και περιμένουν με στωικότητα να τελειώσει το ξέσπασμά του. Η Ήβη σκεπάζει τα αυτιά της με τους πήχεις της.
ΔΙΑΣ: Μόνο για τον εαυτό σας ενδιαφέρεστε και για την καλοπέρασή σας! Το ότι εγώ κάθομαι εδώ μέσα και δουλεύω – ούτε μνα δεν δίνετε! (Στο διαβιβαστή) εσείς, η σπείρα των χαφιέδων έχετε βαρέσει διάλυση. (Η Ήρα κάνει μία αδύναμη προσπάθεια να τον σταματήσει αλλά εγκαταλείπει.) Ούτε ξέρετε ποιος πάει ούτε ποιος έρχεται… (Στον Ερμή) εσύ, σιγανοποταμιά αγγελιοφόρε δεν μπορούσες να το πεις νωρίτερα;
Καθώς κτυπάει τον κεραυνό, ο κεραυνός σπάει και το μισό κομμάτι πετάγεται στο πάτωμα. Για λίγο ο Δίας κοιτάει αποσβωλωμένος το άλλο κομμάτι στο χέρι του. Οι άλλοι θεοί κρυφοκοιτάνε. Ο Δίας παρατάει το κομμάτι, μετά βγάζει ένα σανδάλι του και αρχίζει να το κοπανάει στο τραπέζι. Οι ακριανοί θεοί σκύβουν για να δουν. Όλοι κοιτάνε έκπληκτοι. Με μικρή χρονική καθυστέρηση – σαν κάποιος να έψαχνε στα παρασκήνια για να κτυπήσει το κατάλληλο αντικείμενο – ακούγονται από μακριά υπόκωφοι γδούποι.
ΔΙΑΣ: (Στον Ήφαιστο) και εσύ, αγύρτη καταστροφέα με το οκνηρό μπουλούκι, τρώτε, πίνετε και ούτε μια πόρτα δεν μπορείτε να επαργυρώσετε πια.
ΗΡΑ: (Συγχυσμένη) μα Ζήνο, πού να το ξέραμε;!
ΔΙΑΣ: Σιωπή! (Κτυπάει το σανδάλι μία φορά σε κάθε πρόταση. Τώρα οι γδούποι ακούγονται συγχρονισμένοι.) Να το ξέρατε. Ότι θέλετε να ξέρετε, χώνετε τις μύτες σας και το μαθαίνετε! Μόνο αν σας παρακαλέσω εγώ ή αν πρόκειται για δουλειά, είστε τελείως άχρηστοι. Δεν σας ανέχομαι άλλο! Κανείς σας δε με σκέφτεται! (Σταματάει να κτυπάει το σανδάλι. Ανασαίνει βαριά από θυμό.)
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Προς το ακροατήριο σκεφτικά) ε λοιπόν, τέτοια σκηνή θα ξανασυμβεί μετά από 2400 χρόνια.
ΔΙΑΣ: (Δείχνει τον Ερμή) εσύ αργυραμοιβέ, τσακίσου στο παράθυρο και πες μου τι γίνεται με το πλοίο.
Ο Ερμής σηκώνεται και πλησιάζει το νοητό παράθυρο στο εμπρός αριστερό μέρος τής σκηνής. Στο αναμεταξύ, ο Δίας κοιτάει το σανδάλι του, κάνει μια κίνηση να το φορέσει, το μετανιώνει, κτυπάει τα χέρια του προς την κουζίνα. Έρχεται αμέσως ένας υπηρέτης. Ο Δίας τού δίνει το σανδάλι αμίλητος και εκείνος χώνεται κάτω απ’ το τραπέζι για να το φορέσει στο πόδι τού Δία.
ΕΡΜΗΣ: (Κοιτάει προς το πίσω δεξιό μέρος τής πλατείας και σκιάζει τα μάτια του ψάχνοντας προς το καράβι.) Η θύελλα μαίνεται, ω Δία. Το βλέπω! Παλεύει σαν καρυδότσουφλο. Ω αλίμονο. Έχει σπάσει το πηδάλιό του. Είναι πια ακυβέρνητο…
Η Ήβη δειλά –δειλά σηκώνεται από το κάθισμά της. Στο αναμεταξύ ο υπηρέτης έχει σηκωθεί και κοιτάει δίβουλος το μισό κομμάτι τού κεραυνού που βρίσκεται στο πάτωμα. Ο Δίας τού κάνει νόημα να το μαζέψει. Ο Δίας παίρνει το άλλο μισό κομμάτι από το τραπέζι και αρχίζει να το περιεργάζεται. Ο υπηρέτης αφήνει το κομμάτι στο τραπέζι και οπισθοχωρεί λίγο.
ΔΙΑΣ: Μα;! Από τι είναι φτιαγμένος αυτός ο κεραυνός;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Από μάρμαρο επενδυμένο με αλουμίνιο, πατέρα μου.
ΔΙΑΣ: (Δεν πιστεύει στα μάτια και στ’ αυτιά του.) Πώς; Τρελάθηκες Ήφαιστε; Κεραυνός από μάρμαρο;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Μα… μάλιστα, ω Δία. Το καλύτερο Πεντελικό μάρμαρο ειδικά εξορυγμένο…
ΔΙΑΣ: (Δεν μπορεί να ανασάνει.) Πού ακούστηκε, Ήφαιστε, κεραυνός από μάρμαρο; Τι σου ήρθε;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Εεε… Κάναμε όλα τα τεστς στο εργαστήριο και ήταν θετικά… και δούλευε το ίδιο καλά με τους μεταλλικούς και…
ΔΙΑΣ: (Μόνος του) τον ένιωθα εγώ στο χέρι μου περίεργα, αλλά πού να φανταστώ;… «Θα μου φαίνεται…», σκέφτηκα. (Στον Ήφαιστο αφρίζοντας) άθλιο αποκύημα παρθενογένεσης, πώς τόλμησες το όπλο τού βασιλέα σου, να το ρημάξεις και να μού το δώσεις έτσι; (Μισοσηκώνεται, ο Ποσειδώνας τον συγκρατεί.)
Ο υπηρέτης οπισθοχωρεί αργά έως την πόρτα τής κουζίνας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Προσπαθεί να αναπνεύσει. Γυρνάει στον Απόλλωνα και μουρμουρίζει) πες του!
ΔΙΑΣ: (Κοιτάει τον Απόλλωνα) τι να μου πει;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Κατσούφης) ο Ήφαιστος ισχυρίζεται ότι δεν έρχεται πια αρκετό μέταλλο από την Υπερβόρεια.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ε, δεν έρχεται!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Τα ορυχεία πάνω από το Δούναβη δουλεύουν όπως παλιά. Οι δρόμοι όμως είναι τον περισσότερο καιρό κλεισμένοι. Ρώτα τον Ερμή.
Ο Δίας γυρνάει αγριεμένος προς τον Ερμή. Αυτός κρύβει το ξάφνιασμά του.
ΕΡΜΗΣ: Δεν είναι ακριβώς ότι είναι κλειστοί οι δρόμοι, πατέρα μου. Περισσότερο φταίει ότι υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση - και επιρροή - από αλλού.
ΔΙΑΣ: Και ποιοι είναι αυτοί που κλείνουν τους δρόμους και παίρνουν το σίδερο;
Στιγμή σιωπής.
ΗΡΑ, ΑΘΗΝΑ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΤΕΜΗ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΕΣΤΙΑ: (Καθένας με διαφορετική έκφραση) οι Σκύθες!
ΔΙΑΣ: Α! Πριν έφταιγαν οι Κέλτες, τώρα φταίνε οι Σκύθες;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Προσεύχονται σε άλλους θεούς, Δία!
ΕΡΜΗΣ: Ε, δεν είναι μόνο οι Σκύθες. Και οι Παίονες και οι Αγριάνες…
ΑΘΗΝΑ: Ένα σωρό φυλές είναι ανήσυχες ψηλά στο Βορρά. Είναι πέρασμα.
ΗΡΑ: Αχ, ησυχία δεν βρίσκουμε.
ΔΙΑΣ: Καλά, τα μεταλλεία στο Παγγαίο στέρεψαν;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Το αντίθετο, ω Δία. Αλλά έχουν περισσέψει τόσο οι βροτοί, που πια δουλεύουν μόνο για τις ανάγκες τους.
ΕΡΜΗΣ: Τα δικά μας μέταλλα, τα εισάγουμε από τα βορειότερα ορυχεία.
ΔΙΑΣ: (Στον Ερμή) και τι εννοούσες διπλωματίσκε, όταν είπες ότι αυτοί ασκούν «επιρροή» στους ανθρώπους των μεταλλίων;
ΕΡΜΗΣ: Αυτό πατέρα. Τίποτα περισσότερο. Φυσικά, πάντα τα μεταλλεία μπορούν να αλλάξουν χέρια, όχι προς το συμφέρον μας.
ΔΙΑΣ: Και για ένα τόσο σημαντικό θέμα, την έλλειψη σιδήρου, εσείς οι τρεις δεν με ενημερώσατε; (Σιγή.) Το γνώριζαν κι άλλοι; (Σιγή.) Το ξέρετε ότι το σίδερο είναι τα όπλα μας; Η βασιλεία μας; Αν δραπετεύσουν οι Τιτάνες από τον Τάρταρο, με κεραυνό από μάρμαρο θα τους πολεμήσω; (Όλοι σκύβουν τα κεφάλια. Στον Ήφαιστο) και αυτό το φύλλο –φτερό, το περιτύλιγμα (ανεμίζει το αλουμινόχαρτο) – πώς το ‘πες, κακάθλιε; - για να με κοροϊδέψεις το έβαλες; (Η Ήρα προσπαθεί να βάλει κατευναστικά το χέρι της στον ώμο του αλλά εκείνος τη διώχνει.)
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Όχι, Δία. Αλουμίνιο ονομάζεται. Είναι υλικό που ακόμη οι άνθρωποι δεν το γνωρίζουν. Αλλά θα γίνει περιζήτητο κάποτε. Έφτιαξα τις καινούργιες ρόδες για το άρμα τού Ήλιου με αυτό. Είναι γερό, ελαφρύ και λάμπει σαν ασήμι.
ΔΙΑΣ: Και γιατί όχι, αληθινό ασήμι;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Ξεροκαταπίνει) ισχύει ότι και για το σίδερο. Είναι δυσεύρετο πια.
ΔΙΑΣ: Ο κεραυνός είναι η πρώτη προτεραιότητά μας. Όσο κι αν είναι δυσεύρετος ο σίδηρος, κάθε ρίνισμα που θα φτάνει στα χέρια σου, θα πηγαίνει πρώτα για να σφυρηλατείται ο κεραυνός.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Μάλιστα, αφέντη, έτσι θα γίνει. Μπορώ μάλιστα να λιώσω μερικά παλιά τζοβαερικά για να καλύψω τις άμεσες ανάγκες. (Μικρή παύση.) Πάντως αν μού επιτρέπεις, ω Δία, η ποιότητα αυτού τού κεραυνού είναι υπεραρκετή για τους ανθρώπους, τα ζώα και τους περισσότερους βράχους… και, και… επειδή με τους Κύκλωπες συνέχεια αναζητούμε καινούργια όπλα για ‘σένα, σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε λατύπη τυλιγμένη με αλουμίνιο. Μπορείς να την εκτοξεύεις εναντίον των ανθρώπων, θα ήταν πολύ εντυπωσιακή και θα τα ονόμαζαν κεραυνόσφυρα ή αστραποτσέκουρα και… (Ο Δίας τραβάει τα γένια του από το κακό του και η φωνή τού Ήφαιστου σβήνει.)
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Αυτά είναι για δευτεροκλασάτους θεούς!
ΗΡΑ: Εγώ θα ήθελα να ρωτήσω κάτι… Γιατί εξαρτιόμαστε από τα ανθρώπινα ορυχεία για τις προμήθειές μας;
Μερικά αμήχανα βηξίματα.
ΔΙΑΣ: (Αγριεμένα) λοιπόν, δεν θα τής απαντήσει κανείς;
ΑΘΗΝΑ: (Μουρμουρίζει) για τον ίδιο λόγο που και το φαϊ μας, από τις καλλιέργειες των ανθρώπων, το τρώμε πια.
ΕΡΜΗΣ: Μεγάλη Ήρα, από τότε που κληροδοτήσαμε τη γη στους βροτούς, μέσα από εκείνους λαμβάνουμε τα αγαθά της…
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Μουρμουρίζει) μμμ, κομψά το έθεσε… (Πιο δυνατά) εμείς στη θάλασσα, μόνοι μας ψαρεύουμε τα ψάρια μας.
ΔΙΑΣ: (Σηκώνει το χέρι.) Αρκετά έχω συγχυστεί μαζί σου και με τον κανάγια τον καινοτόμο και τους Κέλτες, τους Σκύθες και με το πού πάει ο κόσμος και με όλους σας! (Σηκώνεται.) Θα συζητήσουμε για το θέμα τού εφοδιασμού μας στην αρχή τού επόμενου μήνα και μην τολμήσει να λείψει κανένας! (Γνέφει στον υπηρέτη και εκείνος πλησιάζει. Ξανακάθεται. Δίνει στον υπηρέτη τα κομμάτια τού κεραυνού.) Δώσ’ του τα (γνέφει προς τον Ήφαιστο)!
Ο υπηρέτης δίνει τα κομμάτια στον Ήφαιστο που τα παίρνει με αξιοπρέπεια και τα βάζει κάτω, δίπλα του. Ο υπηρέτης υποκλίνεται ελαφρά και φεύγει.
ΔΙΑΣ: (Κατσούφικα στον Ερμή) το καράβι τι γίνεται;
ΕΡΜΗΣ: (Πλησιάζει το «παράθυρο» και κοιτάει.) Ω, όχι. Κακά μαντάτα, πατέρα. Έσπασε το κατάρτι… Έχει πέσει πάνω στην κουπαστή και τσάκισε ένα μέρος της… Τώρα το πλοίο γυρίζει γύρω –γύρω. Είναι θαύμα που επιπλέει. (Η Ήβη περίεργη, τεντώνεται δειλά στις μύτες των ποδιών της για να δει.) Τώρα βρίσκεται στην κορυφή ενός κύματος… Τώρα χαμηλώνει στην άβυσσο ανάμεσα σε δύο κύματα… (Το σώμα του ακολουθεί την κίνηση τού καραβιού.) Τώρα γέρνει αριστερά, τώρα δεξιά… (Εκτός από τον Δία και τον Ποσειδώνα, οι άλλοι έντεκα θεοί ακολουθούν την κίνηση τού Ερμή.) Τώρα είναι στην κορυφή άλλου κύματος… Σαν πύργος είναι! Τώρα χάσκει το κενό από κάτω του. Πω, πω, τέτοια φουρτούνα στο Αιγαίο, έχουμε καιρό να δούμε.
Ο Άρης χλωμιάζει από ναυτία.
ΔΙΑΣ: (Στον Ποσειδώνα) δεν μπορείς να την σταματήσεις;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Αδύναμα) Όχι, χωρίς να τα κάνω χειρότερα, πρώτα. Ο Αίολος…
ΔΙΑΣ: (Στον διαβιβαστή) ξέρεις πού είναι ο θεός Αίολος;
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Ξεκινάει την παντομίμα του «μπιζ».)
ΔΙΑΣ: (Τον κόβει) στην υπηρεσία σου ξέρουνε;
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Ξεκινάει την παντομίμα τού «μπιζ».)
ΗΡΑ: (Τον κόβει) «όχι», δεν ξέρουν ή δεν ξέρεις αν ξέρουν;
ΔΙΑΣ: (Τους κόβει) ξέρει κανένας από εσάς πού παρεπιδημεί ο Αίολος;
Όλοι οι θεοί απαντούν «όχι» ή κουνάνε αρνητικά τα κεφάλια.
ΔΙΑΣ: Μπράβο! Πού ήταν το νησί του την τελευταία φορά;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Πριν ένα μήνα περίπου, το είδα αγκυροβολημένο κοντά στο νησί τής Καλυψώς. Το είδε κανένας πιο πρόσφατα;
Όλοι γνέφουν αρνητικά.
ΑΡΗΣ: (Μουρμουρίζει) μα πόσο γρήγορα πλέει αυτό το κωλόνησο;
ΑΘΗΝΑ: (Τού ψιθυρίζει) σκάσε! Τού έχει προσαρμόσει ένα καινούργιο προωθητικό σύστημα, ο Ήφαιστος και κολυμπάει σαν πάπια! Μπορεί να είναι οπουδήποτε τώρα. Μην καρφώσεις τον Ήφαιστο, τώρα!
ΔΙΑΣ: Ερμή! … - όχι, εσένα σε θέλω εδώ. (Κτυπάει τα χέρια προς το αριστερό παράθυρο. Φωνάζει) αϊτέ! Πουλ, πουλ, πουλ!…
Σύντομα μπαίνει από το παράθυρο, ο αετός. Είναι ηθοποιός ντυμένος πουλί, λίγο κακομοίρικα. Επίσης, λίγο αστείος. Μπαίνει με τέτοιο τρόπο που δείχνει ότι ήταν κρυμμένος πίσω από το περβάζι τού παραθύρου. Η Εστία δυσανασχετεί. Η Ήρα τον κοιτάει με «μισό μάτι».
ΑΕΤΟΣ: Στις διαταγές σου, αφ…
ΔΙΑΣ: αϊτέ, πέτα γρήγορα και βρες τον Αίολο. Πες του να σταματήσει τούς αέρηδες που μαίνονται έξω από τη Ρόδο, τώρα. Να κοπάσει όλη η τρικυμία γύρω από το νησί, τώρα αμέσως! Πες ότι είναι διαταγή από εμένα! Ίσως τον βρεις κοντά στην Καλυψώ – βρες τον! (Φωνάζει) φύγε! Γρήγορα!
ΑΕΤΟΣ: Μάλιστααα…
Ο αετός τρέχει και φεύγει από το πλαϊνό παράθυρο. Δύο –τρία πούπουλά του πέφτουν στο πάτωμα. Η Εστία κτυπάει τα χέρια της προς την κουζίνα. Έρχεται ένας υπηρέτης με φαράσι και σκουπάκι, μαζεύει τα πούπουλα και φεύγει. Στο αναμεταξύ ο Ερμής συνεχίζει την περιγραφή.
ΕΡΜΗΣ: Βουνά έρχονται τα κύματα. Υψώνονται απ’ τη μια του πλευρά, το τυλίγουν και σκάνε στην άλλη. Γέρνει μέχρι που η κουπαστή βρίσκεται πιο χαμηλά από την καρίνα…
Η Αφροδίτη κροταλίζει τα δάκτυλα προς την κουζίνα. Έρχεται ένας υπηρέτης κρατώντας μία σακούλα εμετού. Τη δίνει στην Αφροδίτη, υποκλίνεται και φεύγει. Η Αφροδίτη σκύβει προς τον Άρη και βάζει τη σακούλα στο χέρι του.
ΕΡΜΗΣ: Ω, το σκέπασαν τα κύματα! Να το, ξαναβγαίνει! Τινάζει ψηλά την πλώρη του, μένει μετέωρο στον αέρα. Ότι είχε απάνω στο κατάστρωμα καταστράφηκε. Σκάει με την πρύμνη στη θάλασσα και ξαναβυθίζεται… (Η Ήβη απλώνει τα χέρια για να ισορροπεί καθώς τραμπαλίζεται.) Σαν κουκκίδα είναι πια, λες και μικραίνει… Τα κύματα θεριεύουν. (Ο Άρης με τη σακούλα υποφέρει.) Το βλέπω πάλι. Ανεβαίνει στον αφρό… (Ο Δίας πιάνει το κεφάλι του με τα δύο χέρια.) Ωω! Νομίζω ότι οι αρμοί του άνοιξαν. Στα ίσαλά του, η ξυλεία ξεπεδικλώθηκε από τις τραβέρσες. (Ο Άρης γλιστράει κάτω από το τραπέζι.) Ω, ναι… Σχίζεται και στα δύο πλάγια. Βλέπω τους ναύτες να ανεβαίνουν στο κατάστρωμα. Πηδάνε στη θάλασσα, ω Δία… Σα να μού φαίνεται ότι μερικοί στρέφουνε μία στιγμή στον ουρανό, για μία τελευταία επίκλιση… Οι σχισμές έγιναν ρήγματα… Το πλοίο διαλύεται. Βούτηξε ο καπετάνιος. Για στάσου! Η θάλασσα γύρω από το καράβι αλλάζει χρώμα! Α, ναι. (Ξεροκαταπίνει, ρίχνει μια ματιά προς τον Δία.) Είναι οι αμφορείς που είχανε σπάσει και τώρα όλο το μέλι απλώνεται στο νερό…
ΔΗΜΗΤΡΑ: Καλέ, αυτοί θα πνιγούν μέσα στο μέλι που κουβαλούσαν!
Ακούγονται βογγητά και άλλοι τρομεροί και αστείοι ήχοι από εκεί που βρίσκεται ο Άρης. Η Αφροδίτη και η Αθηνά τον παρακολουθούν ανήμπορες.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Γλυκός θάνατος…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Σκύβει για να δει προς την πλευρά τού Άρη. Μουρμουρίζει ειρωνικά) γεννημένος θαλασσόλυκος.
ΔΙΑΣ: (Βογγάει) το μέλι μου, το μέλι μου…
ΕΡΜΗΣ: Βλέπω σαν σπίθες φευγαλέα, μερικά κομμάτια τού πηλού που στραφταλίζουνε πριν βυθιστούνε… Οι ναύτες πιάνονται από ξύλα για να σωθούν. Στριφογυρίζουν μαζί τους… Τα κύματα κατάπιαν όλα τα απομεινάρια… Δεν υπάρχει πια καράβι, ω Δία! Χάθηκε και το παράξενο χρώμα… (Μικρή παύση.) Αλλά να! Έχουμε νέα! Ο καιρός αλλάζει. Γρήγορα, πολύ γρήγορα. Τα σύννεφα σκορπίζουν. Οι άνεμοι κόπασαν. Η θύελλα αποτραβιέται! Ο Ήλιος λούζει πάλι την περιοχή… (Η Ήβη σμίγει με ευτυχία τα χέρια της.) (Ενθουσιασμένος) λάδι έγινε η θάλασσα ξαφνικά, ω Δία!
ΑΘΗΝΑ: (Μουρμουρίζει) σκάσε ανόητε!
Ο Ερμής βλέπει το Δία, ζοφερό, με τους αγκώνες στο τραπέζι και το κεφάλι στηριγμένο στα χέρια και λουφάζει. Ο Άρης αρχίζει με κόπο να σκαρφαλώνει στο κάθισμά του. Η Αφροδίτη και η Αθηνά τον βοηθούν. Ανεβάζει τη σακούλα και την αφήνει στην άκρη τού τραπεζιού, δεμένη και αφύσικα παραφουσκωμένη. Παύση. Αμηχανία.
ΗΡΑ: (Προσπαθεί να αγγίξει παρηγορητικά το Δία.) Αχ, βρε Ζήνο, παρά λίγο δεν το προλάβαμε. (Παραιτείται.)
Μπαίνει ο αετός τρέχοντας.
ΑΕΤΟΣ: Δία, αφέντη, εκτέλεσα τη διαταγή σου. Ανακάλυψα το νησί τού Αιόλου αραγμένο δίπλα στο νησί - τής Κίρκης όμως! Χωρίς χρονοτριβή τον διέκοψα από τη δουλειά του – ράντιζε τις κερασιές – και τού μετέφερα τις προσταγές σου. Μού είπε ότι είχε πνιγεί από την καπνίλα που έβγαζε αυτό το μηχανάκι που τού έδωσαν η Δήμητρα και ο Ήφαιστος για να ραντίζει τα δέντρα του και ότι αν αυτό κάνει δουλειά, εγώ να τον πω… (ξεροβήχει). Είχε ανοίξει λοιπόν τους ασκούς του για να φυσήξει λίγο αεράκι, να πάρει τη βρώμα και μετά από τη ζαλάδα του, ξέχασε να φωνάξει τους ανέμους πίσω και εκείνοι άρχισαν να παίζουν κωλοτούμπες και κυνηγητά όπου τους κατέβαινε… Ο Αίολος βιάστηκε να υπακούσει και στέλνει τα σέβη του σε εσένα και την ομήγυρη και εγώ επέστρεψα όσο γινόταν γρηγορότερα, για να μεταφέρω τα καλά μαντάτα: (λάμποντας) η επιθυμία σου εκπληρώθηκε, ω Δία!
Στο αναμεταξύ, ο Άρης ξεπλένει το στόμα του με νερό, κρασί, γλυκό κ.λπ.. Όσο ο αετός μιλούσε, ο Δίας όλο και σκοτείνιαζε. Στο τέλος κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, βλοσυρός και αμίλητος. Μερικοί κρυφογελάνε ακούγοντας την ιστορία. Η χαρά τού αετού σβήνει και μένει άπραγος. Αμήχανη παύση. Ο Ερμής κουνάει τα χέρια δείχνοντας ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο και διακριτικά επιστρέφει στη θέση του. Η Ήβη παραμένει όρθια μα αποτραβιέται προς τα αριστερά. Η Ήρα προσπαθεί να δείχνει ότι συμπάσχει με τον Δία.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: (Σιγά στην Αθηνά, πίσω από την πλάτη τού Άρη) τον Οδυσσέα παριστάνει ο Αίολος;
Η Αθηνά σηκώνει τους ώμους.
ΕΡΜΗΣ: (Σιγά, ζεματισμένος στην Αθηνά) όλο αυτό το κακό ξεκίνησε από τη Δήμητρα και τον Ήφαιστο…
ΑΘΗΝΑ: (Σιγά) πες, από τον Ήφαιστο…
ΕΡΜΗΣ: Και καλά που εμπλέκεται και η Δήμητρα, αλλιώς θα τον πετούσε στη γη, αυτή τη φορά ο πατέρας.
ΑΘΗΝΑ: Αναρωτιέμαι, τι τον κρατάει…
ΕΣΤΙΑ: Τι θα κάνουμε με τους ναυαγούς;
Η Ήρα γυρίζει ενοχλημένη προς το μέρος της και γνέφει με το χέρι κάτι σαν «άσε μας τώρα».
ΕΡΜΗΣ: (Σιγά στην Εστία) θα είναι πλήγμα για τους Ρόδιους, η απώλεια αυτού τού φορτίου.
ΕΣΤΙΑ: Και να χαθούν τόσες ζωές…
ΔΙΑΣ: (Ξαφνικά σαν να ξυπνάει) οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούσαν το μέλι μου. Θα σωθούνε!
ΗΡΑ: (Αλλάζοντας ύφος) μα βέβαια, αγάπη μου. Φυσικά θα τους σώσουμε!
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: (Προσπαθεί να υπερθεματίσει) τέτοιοι άξιοι ναυτικοί να πάνε χαμένοι;!
Όλοι γυρνάν και κοιτούν τον Ήφαιστο αμίλητοι. Εκείνος λουφάζει. Ο αετός αποτραβιέται αργά προς τα δεξιά τής σκηνής.
ΗΡΑ: Εμπρός, να βοηθήσουμε τους πιστούς ανθρώπους τού Δία.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Πώς θα τους σώσουμε;
ΔΙΑΣ: Ποσειδώνα, στείλε τα δελφίνια σου να τους μαζέψουν!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Ξεροβήχει αμήχανα) εμ … δεν μπορώ… Τα δελφίνια κάνουν απεργία!
ΔΙΑΣ: Ε;!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έχουν κατέβει σε απεργία. Έτσι το λένε…
ΗΡΑ: Τι είναι τούτο πάλι;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Να, έχουν προβλήματα με τη δουλειά τους και αρνούνται να συνεχίσουν να δουλεύουν μέχρι να λυθούν αυτά τα προβλήματα.
Όσο εξελίσσεται η συζήτηση για την απεργία, ο Άρης παρακολουθεί κάνοντας γκριμάτσες έκπληξης και ενόχλησης. Όλο γεμίζει κρασί το ποτήρι του ή τείνει το άλλο ποτήρι προς την Ήβη για να τού το γεμίσει νέκταρ και πίνει. Καθώς πίνει, σιγά –σιγά η δυσαρέσκειά του μετατρέπεται σε μεγάλο ενδιαφέρον.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Και γιατί δεν λύνουν μόνα τους, τα προβλήματά τους;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Όχι, δεν καταλάβατε. Τα προβλήματά τους είναι με την εργοδοσία – με εμένα και τους άλλους θαλάσσιους θεούς…
ΔΙΑΣ: Τι εννοείς;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Να, έχουν αιτήματα από εμάς. Πώς να σας το εξηγήσω; Είπαν: «μέχρι να ικανοποιήσετε τα αιτήματά μας, εμείς δεν εργαζόμαστε άλλο».
ΗΡΑ: (Έκπληκτη) σε εκβιάζουν τα δελφίνια;
ΔΙΑΣ: Τους δίνεις διαταγές και εκείνα δεν υπακούουν;
ΑΘΗΝΑ: Δηλαδή, στασίασαν.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έτσι δείχνει, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Στην πραγματικότητα δεν τους δίνω διαταγές… Δεν έρχονται πια στο παλάτι…
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Αποσβωλωμένος) έχουν αιτήματα οι δούλοι από τους θεούς;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Τα δελφίνια δεν είναι δούλοι. Είναι… ελεύθεροι υπηρέτες.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Τι αιτήματα έχουν;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Μετράει στα δάκτυλα.) Δεν έχω καταλάβει καλά. Κάτι λένε για αναγνώριση τού συλλόγου τους.
ΕΡΜΗΣ: Ποιου συλλόγου τους;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Νομίζω ότι εννοούν τής συντεχνίας τους αλλά δεν θέλουν πια να λέγεται συντεχνία… Επίσης θέλουν να θεωρείται επικίνδυνη και ανθυγιεινή εργασία όταν παλεύουν με τους καρχαρίες και να προσμετριέται διπλός, αυτός ο χρόνος εργασίας…
ΔΗΜΗΤΡΑ: Χρόνος εργασίας;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Πράγμα που μας φέρνει στο τρίτο αίτημα, που είναι όταν μεγαλώνει ένα δελφίνι και συμπληρώνει κάποια χρόνια υπηρεσίας να μην είναι υποχρεωμένο να δουλεύει άλλο. Αυτό το λένε σύνταξη.
ΔΙΑΣ, ΗΡΑ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΘΗΝΑ: Ε;!
ΑΡΗΣ: Ε;!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Πώς είναι δυνατό να ζει και να μην δουλεύει κανείς;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Βασιλιάδες είναι;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Υποτίθεται ότι θα τα σιτίζουμε εμείς από το πρυτανείο.
ΗΡΑ: Θα τρελάθηκαν!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δοκίμασες να βράσεις μερικά για να συνετίσεις τα υπόλοιπα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αστειεύεσαι; Να πειράξω δελφίνι; Αυτά είναι ενωμένα σαν τα στρείδια. Μετά θα σηκωθούν να φύγουν όλα στον ωκεανό και μην τα ξανάδατε.
ΕΡΜΗΣ: Πώς θα ζήσουν στον ωκεανό, αυτά τα δελφίνια;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Δεν ξέρω, δεν το διακινδυνεύω.
ΔΙΑΣ: Γιατί δεν τα συλλαμβάνεις;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Α, πα, πα. Θα πάθουν κατάθλιψη και θα πεθάνουν.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Απίστευτο.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Ε, τέλος πάντων, σκότωσέ τα όλα να παραδειγματιστούν τουλάχιστον οι άλλοι. Ξέρεις, τέτοια πράγματα είναι κολλητικά.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Και μετά ποιους θα ‘χω για τις δουλειές που κάνουν; Τους καρχαρίες; Είναι αναντικατάστατα.
ΑΘΗΝΑ: Οι τρίτωνες;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Οι τρίτωνες δεν μπορούν να κάνουν ότι ένα δελφίνι. Δεν τους κόβει.
ΑΘΗΝΑ: Πάντως αυτό που είπαν για τους καρχαρίες είναι ανακόλουθο. Τα δελφίνια έτσι και αλλιώς πολεμούν τους καρχαρίες.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αυτό ήταν από τα πρώτα μου επιχειρήματα. Μου απάντησαν ότι άλλο είναι να πολεμάνε όποτε τους κάνει κέφι και άλλο να τα διατάζω εγώ να τρέχουν στη μάχη.
ΑΡΗΣ: Ανήκουστο!
ΔΙΑΣ: Ποσειδώνα, καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα τής κατάστασης; Μια τάξη υπηκόων έχει εξεγερθεί ενάντια σε έναν ολύμπιο θεό… Και τι κάνεις τώρα; (Τού πιάνει το χέρι.)
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Έχει αναλάβει ο Νηρέας, τις διαπραγματεύσεις μαζί τους… Συναντιούνται κάθε τρίτη μέρα και ανταλλάσσουν απόψεις… Την δεύτερη ημέρα συμβουλευόμαστε τους ρήτορές μας…
ΑΡΗΣ: Και την πρώτη;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ξεκουραζόμαστε…
ΗΡΑ: (Κρύβει το πρόσωπό της στις χούφτες της) τι ρεζιλίκι!
ΔΙΑΣ: Διαπραγματεύσεις με τους δούλους; Πού ακούστηκε, Ποσειδώνα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Σηκώνει το δάκτυλο) … ελεύθεροι υπηρέτες…
ΔΙΑΣ: Έστω! Έπρεπε να μου είχες πει ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα στο βασίλειό σου.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Αλλάζει ύφος) είναι εσωτερικό θέμα.
ΔΙΑΣ: Όταν κάποιος εγκαταλείπει το καθήκον που τού ορίστηκε, τότε διασαλεύεται η παγκόσμια τάξη. Και όταν διασαλεύεται η παγκόσμια τάξη, απειλούμαι εγώ και όλοι μας! Και καθήκον όλων των θεών είναι να συνεργάζονται άμεσα για να πατάσσουν στη γέννησή του, τον αποστάτη.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Μα αυτή είναι η πονηριά τής απεργίας που επινόησαν, Δία. Δεν λένε ότι εγκαταλείπουν τη θέση τους. Απλά δεν παράγουν έργο.
ΔΙΑΣ: (Κτυπάει το χέρι στο τραπέζι.) Σοφιστείες!
ΑΡΗΣ: (Μισομεθυσμένος) ίσως αν κάναμε μία επιτροπή για τη διαχείριση τέτοιων κρίσεων, ω Δία!
ΔΙΑΣ: (Τον παίρνει στα σοβαρά.) Και αν το μάθουν εδώ, οι δικοί μας; Καλύτερα να μην τους δίνουμε ιδέες.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Πω, πω… Σκεφτείτε να παίρνανε παράδειγμα, οι Κύκλωπες.
ΗΡΑ: Εδώ δεν τα επιτρέπουμε εμείς, αυτά!
ΔΙΑΣ: Ναι, αλλά έτσι αρχίζουνε κάποιες συνωμοσίες… Αφήστε με να σκεφτώ.
ΕΡΜΗΣ: (Σιγά στην Αθηνά) μα επειδή ξεπάτωσε ο Ποσειδώνας, τα δελφίνια κι αυτά παραλόησαν, μιλάμε για συνωμοσίες;
ΑΘΗΝΑ: (Ψιθυρίζει) δεν ξέρω, ίσως είναι σοβαρό!
ΔΙΑΣ: (Κοιτάει γύρω.) Θα το συζητήσουμε, οι δώδεκά μας και ο Διόνυσος, δεύτερο θέμα στην επόμενη ολομέλεια. Έως τότε, τσιμουδιά απ’ όλους για το τι ειπώθηκε εδώ μέσα.
Όλοι αλληλοκοιτάζονται. Τα βλέμματα σταματούν πρώτα στην Ήβη.
ΔΙΑΣ: (Βάζει το δάκτυλο στο στόμα και τής κάνει:) σσς!
Η Ήβη χαμηλώνει το κεφάλι.
ΗΡΑ: (Σκουντάει το Δία και του λέει σιγά) δεύτερο θέμα για την επόμενη ολομέλεια, είχαμε ορίσει από πού θα πάρουμε τα νέα μας σερβίτσια. (Ο Δίας την κοιτάει επιτιμητικά και εκείνη αλλάζει θέμα. Τού γνέφει ελαφρά προς τον αετό.) Φρόντισε να μη φλυαρήσει το παλιόπουλό σου.
ΔΙΑΣ: Θα φροντίσω για το παλιόπουλό μου. Εσύ φρόντισε τις ακόλουθές σου, αν πας στο παλάτι τού Ποσειδώνα.
ΗΡΑ: Οι ακόλουθές μου δεν συναναστρέφονται με δελφίνια.
Ο Απόλλωνας κοιτάει έντονα το διαβιβαστή και ξεροβήχει με νόημα.
ΔΙΑΣ: (Στο διαβιβαστή) παιδί μου, δεν άκουσες τίποτα από όσα είπαμε εδώ μέσα, έτσι;
ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΗΣ: (Αρχίζει την παντομίμα τού «μπιζ».)
ΔΙΑΣ: (Τον κόβει θυμωμένος) μα τον τάρταρο, πώς γίνεται να απαντάς, αφού δεν άκουσες τίποτε; Χάσου από μπροστά μου και κράτα κλειστό… ακίνητα τα χέρια σου!
Ο διαβιβαστής φεύγει γρήγορα.
ΔΙΑΣ: Μην ανησυχείτε για την ομάδα αυτουνού. Αυτοί είναι χειρότεροι από…
Μικρή παύση.
ΕΡΜΗΣ: Να σας θυμίσω, ότι οι ναυαγοί είναι ακόμα στην επιφάνεια αλλά όχι για πολύ. Το νερό είναι κρύο…
ΑΘΗΝΑ: Ποσειδώνα, μπορείς να στείλεις τους τρίτωνές σου, να τους μαζέψουν;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Όχι Αθηνούλα, το έχω δοκιμάσει και δεν πιάνει. Οι τρίτωνες φαίνονται τόσο τρομακτικοί που μόλις τους βλέπουν οι ναυτικοί, τα κακαρώνουν αμέσως απ’ το φόβο…
ΕΡΜΗΣ: Εύρηκα! Τα δελφίνια τού Διονύσου! Αυτά ανήκουν κατευθείαν στο Διόνυσο και δεν θα απεργούν. Έτσι δεν είναι Ποσειδώνα;
ΔΙΑΣ: Λαμπρή ιδέα, Ερμή!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Αχ, όχι! Όχι απεργοσπάστες, σάς παρακαλώ!
ΗΡΑ: Όχι, τι;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Απεργοσπάστες. Είναι αυτοί που όταν κάποιοι απεργούν…
ΔΙΑΣ: (Κτυπώντας επανειλημμένα το χέρι του στο τραπέζι) Ποσειδώνα, δεν θέλω να ακούσω τι είναι! Θέλω τα δελφίνια τού Διονύσου να σώσουν τους ναυαγούς μου!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ναι, αλλά τα δικά μου δελφίνια θα εξαγριωθούν. Θα εγκαταλείψουν το διάλογο και θα σκορπιστούν οι διαπραγματεύσεις στα τέσσερα ρεύματα! Και ίσα που έχει πετύχει ο Νηρέας, να καταλήξουν σε ένα πλάνο συνομιλιών κοινής αποδοχής, με στόχο τη διερεύνηση συμβιβαστικών προτάσεων…
ΔΙΑΣ: (Τον κόβει.) Αυτές είναι η πέμπτη και η έκτη άγνωστες λέξεις που λες σήμερα. Και ήταν όλες, η μία χειρότερη από την άλλη! Ποσειδώνα, καινά δαιμόνια εισάγεις!… (Γυρίζει στους άλλους) ποιος ξέρει πού είναι ο Διόνυσος;
Όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους.
ΘΕΟΣ 1: Τον είδα πριν αρκετές ημέρες.
ΘΕΟΣ 2: Πριν λίγες ημέρες…
ΘΕΟΣ 3: Πριν τρεις ημέρες τον άκουσα να τραγουδάει.
ΑΡΗΣ: Χιπς! Θα ήτανε σκνίπα!
ΔΗΜΗΤΡΑ: Η ακολουθία του είναι στη Μίλητο και στην Έφεσο.
ΑΕΤΟΣ: Δία, πατέρα, εγώ προχτές τον είδα. Ήταν λιπόθυμος παρέα με το Σιληνό στη Νάξο, μετά από γερή κρασοκατάνυξη. Οι κάτοικοι τού χωριού χορεύανε.
ΔΙΑΣ: Ωραία! Τσακίσου, πήγαινε ξύπνα τον και διάταξέ τον να στείλει τους πειρατές… - τα δελφίνια του ήθελα να πω – να σώσουν τους ναυαγούς έξω απ’ τη Ρόδο.
ΑΕΤΟΣ: Μα, πατέρα, δεν γίνεται να ξυπνήσει ο θεός Διόνυσος, όταν είναι τάβλα… - όταν ξεκουράζεται…
ΔΙΑΣ: Να γίνει! Φά’ του το συκώτι!
ΗΡΑ: Δία!
ΔΙΑΣ: Εντάξει, δεν το εννοούσα αυτό. Τσίμπησέ τον μόνο. Πέτα όμως.
Ο αετός φεύγει ταχύτατα και σκορπάει πούπουλα γύρω του. Η Εστία αναστατώνεται. Κτυπάει τα χέρια, έρχεται ο υπηρέτης με το γνωστό φαράσι και μαζεύει τα πούπουλα. Φεύγει. Οι θεοί είναι σε έξαψη και περιμένουν.
ΑΡΗΣ: Χιπς.
ΔΙΑΣ: (Κροταλίζει τα δάκτυλά του στο τραπέζι.) Δεν θα προλάβουμε.
ΗΡΑ: Μόνο ένα θαύμα τούς σώζει.
ΔΙΑΣ: Δεν κάνουμε πια θαύματα! (Έντονη σιωπή.) Εντάξει θα κάνουμε ένα μικρό θαύμα. Αθηνά, πήγαινε στο παράθυρο, άφησέ τους να σε δουν και δώσε τους κουράγιο!
ΑΘΗΝΑ: Μα…
ΔΙΑΣ: Πήγαινε!
Η Αθηνά υπακούει. Πάει στο μπρος αριστερό μέρος τής σκηνής και κοιτάει σε μία γενική κατεύθυνση προς το πίσω δεξιά μέρος τής πλατείας. Σηκώνει το χέρι αμήχανα, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή των ναυαγών. Μετά τους χαιρετάει, χαμογελάει, κουνάει το κεφάλι, κάνει κινήσεις σαν να αυτοσυστήνεται και να τους καθησυχάζει. Μοιάζει με στάρλετ που κάνει θεατρινισμούς ενώ βραβεύεται αλλά κάπως πιο συγκρατημένα. Μετά αρχίζει κουνώντας τα χέρια, να τους υποδεικνύει να κολυμπήσουνε με διάφορα στυλ κολύμβησης. Ταυτόχρονα χαμογελάει ενθαρρυντικά και τους κουνάει το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Άλλες φορές τους υποδεικνύει να κρατάν τα κεφάλια τους έξω από το νερό κ.λπ..
Ο Δίας, η Εστία και η Ήβη παραμένουν σοβαροί. Στους άλλους θεούς αναπτύσσεται θυμηδία. Στην αρχή προσπαθούν να την καλύψουν αλλά όλο εντείνεται. Γέρνουν ο ένας προς τον άλλο, πιάνουν μεταξύ τους τα χέρια τους, δείχνουν την Αθηνά και γελάνε όσο μπορούν βουβά.
ΑΡΗΣ: Μα αυτό το έχουμε ξανακάνει. Χιπς!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Πάλιωσε, πάλιωσε!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: (Στην Αθηνά) καλέ, πες τους να κουνήσουν και τα χέρια τους!
Οι θεοί γελάνε. Η Αθηνά ζεματισμένη συνεχίζει.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Τελικά μάθαμε τι έγινε τη άλλη φορά;
ΔΗΜΗΤΡΑ: Ο Αίσωπος το αποσιώπησε.
ΑΡΤΕΜΗ: Χι, χι!
ΑΡΗΣ: Χιπς, χιπς!
Μπαίνει από το παράθυρο, μουδιασμένος ο αετός. Ρίχνει γρήγορη ματιά τριγύρω. Στο πρόσωπό του έχει πρηξίματα.
ΑΕΤΟΣ: Δεν ξυπνάει, ω Δία.
ΔΙΑΣ: Πώς;!
ΑΕΤΟΣ: (Με πανικό) τού έριξα τρία βαρέλια νερό! Άρχισα να κρώζω «γάλα, εγκράτεια, νηστεία» μέσα στ’ αυτί του. Τού κούνησα μία τσότρα με κρασί γιοματάρι στο άλλο αυτί. Τού άλειψα μούστο κάτω απ’ τη μύτη. Μαζεύτηκαν μέλισσες και με κυνήγησαν (δείχνει το πρόσωπό του).
ΔΙΑΣ: Τον τσίμπησες;
ΑΕΤΟΣ: Τον τσίμπησα όσο μπορούσα. Είχαν εξαγριωθεί και οι μέλισσες και τσιμπούσαν και αυτές. Έφτασα στο συκώτι όπως μού είπες και εκεί σταμάτησα. (Κουνάει το χέρι με αηδία.) Είναι πρησμένο από το πολύ μπεκρούλιασμα!
ΗΡΑ: Πρόσεχε, πώς μιλάς για το συκώτι ενός θεού!
Ο αετός μαζεύεται.
ΔΙΑΣ: Και οι άλλοι;
ΑΕΤΟΣ: Και αυτό το δοκίμασα. Σκέφτηκα να ξυπνήσω τους Σάτυρους και αυτοί θα ‘ξέραν πώς να ξυπνήσουν τον αφέντη τους. Τίποτα! Χειρότεροι από το Διόνυσο. Ήταν και ο Πάνας εκεί. Είχε πιει απ’ όλα τα βαρέλια ανάκατα και καθώς ροχάλιζε, το χνώτο του βρωμούσεεε! Πφούι. Τουλάχιστον η μυρωδιά έδιωξε τις μέλισσες…
ΑΡΗΣ: Χιπς!
Όσο ο αετός μιλάει, η Αθηνά όλο και επιβραδύνει τις κινήσεις της. Που και που κάνει ένα νεύμα στους ναυαγούς να μην ξεχνιούνται. Ο Δίας «σπάει». Τρίβει κουρασμένος το μέτωπό του. Κοιτάει γύρω αφηρημένα. Σταματάει στην Αθηνά που έχει στραφεί προς το μέρος του.
ΔΙΑΣ: Συνέχισε εσύ!
Η Αθηνά αμέσως γυρίζει προς την πλατεία και κάνει με παντομίμα μεγάλες απλωτές. Ο Δίας σκέφτεται αλλά είναι παραιτημένος. Η Αθηνά σύντομα επιβραδύνει ξανά.
ΑΡΗΣ: Χιπς!
Στο αναμεταξύ, ο αετός έχει φτάσει στα δεξιά τής σκηνής και αναφουφουλιάζεται. Μερικά πούπουλα πέφτουν.
ΕΣΤΙΑ: (Βλοσυρά) αϊτέ μαδάς!
Η Εστία κτυπάει τα χέρια της και έρχεται ο γνωστός υπηρέτης με το σκουπάκι και το φαράσι. Μαζεύει τα πούπουλα γύρω από τα πόδια τού αετού ενώ εκείνος τον παρακολουθεί ανήσυχα. Καθώς ο υπηρέτης ανασηκώνεται, βλέπει ένα μισοβγαλμένο πούπουλο επάνω στον αετό και το τραβάει. Ο αετός κρώζει και χοροπηδάει ταραγμένος. Προσπαθεί να τσιμπήσει τον υπηρέτη που επιμένει. Γίνεται μία σύντομη αψιμαχία. Πάνω που ετοιμάζεται να επέμβει η Ήρα, ο υπηρέτης φεύγει. Ο αετός στρώνει με αστεία αξιοπρέπεια, το φτέρωμά του. Ο Δίας παρακολουθεί όλα αυτά, αδιάφορα.
Στο αναμεταξύ η Αφροδίτη προσφέρει νερό στον Άρη. Εκείνος πίνει αλλά δεν τού κόβεται ο λόξιγκας. Καταλαβαίνει ότι ενοχλεί και για αυτό τον κρύβει όσο μπορεί. Η Ήρα τον κοιτάει μισοανήσυχη, μισοεκνευρισμένη.
Ο Δίας γίνεται βλοσυρός. Η Αθηνά έχει πια σταματήσει τα νοήματα, μένει όρθια δίβουλη. Παύση. Ο Δίας ξεφυσάει.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: (Στην Ήρα χαμηλόφωνα για τον Άρη) πώς να τον σταματήσω;
ΗΡΑ: Τρόμαξέ τον!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Να τρομάξω τον Άρη; Δεν γίνεται!
ΕΡΜΗΣ: (Στον Άρη) έγινε ειρήνη στη Γη!
ΑΡΗΣ: (Προς στιγμή απορεί. Μετά χαμογελάει) χα! Πάτε να με τρομάξετε, ε;… Χιπς!
Παύση. Ο Δίας ξεφυσάει δύο φορές. Ξάφνου η Αθηνά ρίχνει μία ματία προς την πλατεία και «πετάγεται». Γυρίζει, σκιάζει τα μάτια της, κοιτάζει με ένταση.
ΑΘΗΝΑ: Θεοί, ήρθαν τα δελφίνια!… Είναι τα δελφίνια τού Ποσειδώνα… Πάνε στους ναυαγούς! Θα τους σώσουν.
Αναταραχή μεταξύ των θεών. Επιφωνήματα έκπληξης.
ΘΕΟΣ 1: Τα δελφίνια!
ΘΕΟΣ 2: Επιτέλους!
ΘΕΟΣ 3: Ήρθαν!
ΘΕΟΣ 4: Είναι αλήθεια;
ΑΘΗΝΑ: Ναι, ναι! Τους ανεβάζουν στην πλάτη τους. Τα πιο μεγάλα τούς παίρνουν διπλοκάβαλους.
ΑΡΗΣ: (Στενοχωρημένος) και η απεργία;
ΕΡΜΗΣ: (Στον Άρη) σού πέρασε ο λόξιγκας.
ΑΡΗΣ: (Το σκέφτεται. Χαίρεται) α, ναι! Ζήτω τα δελφίνια!
ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Ζήτω οι ναυαγοί!
Όλοι γυρνάν και κοιτάνε τον Ήφαιστο. Εκείνος μαζεύεται.
Η Αθηνά κάνει τις τελευταίες χαιρετούρες προς τους ναυαγούς.
ΔΗΜΗΤΡΑ: (Στον Ποσειδώνα) δηλαδή, τι έγινε; Έληξε η απεργία;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: (Λίγο ειρωνικά) φαίνεται ότι οι διαπραγματεύσεις με το Νηρέα απέδωσαν.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Όχι, όχι, δεν μπορεί. Φαίνεται ότι τα δελφίνια είχαν αφήσει προσωπικό ασφαλείας.
ΔΗΜΗΤΡΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΗΡΑ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Ε;!
ΔΙΑΣ: Όχι! Μην τολμήσεις να μας εξηγήσεις τι είναι!
Θυμηδία.
ΕΡΜΗΣ: Πάντως, Ποσειδώνα, αυτή είναι μία καλή ευκαιρία, για προσέγγιση με τα δελφίνια.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ω, ναι! (Οραματίζεται) θα τους βγάλω ένα λόγο για την αγαλλίαση αυτών που εκπληρώνουν το καθήκον τους, για την ανάγκη συνεργασίας, για τα μεγάλα πεπρωμένα που προοριζόμαστε να βαδίσουμε…
ΔΙΑΣ: (Τον κόβει κάπως εκνευρισμένος) πολύ ωραία. Και αν μπορείτε να κλείσετε το θέμα… (Στην Αθηνά) όλα εντάξει;
ΑΘΗΝΑ: Ναι, πατέρα. Πλησιάζουν την ακτή.
ΔΙΑΣ: (Αλλάζει ύφος) μπράβο, κόρη μου. Και αυτό χάρη σε ‘σένα. Εσύ τους κράτησες στη ζωή!
ΑΘΗΝΑ: Αλίμονο, πατέρα!
ΔΙΑΣ: Στη δόξα σου (πίνει νέκταρ)!
Όλοι χειροκροτούν, επευφημούν και πίνουν στην υγεία τής Αθηνάς. Εκείνη ευχαριστιέται πολύ. Ξεκινάει για τη θέση της.
ΑΡΗΣ: (Πονηρά) Αθηνά, για κοίταξε μήπως ανέβηκε κανένας πίθηκος στα δελφίνια…
Όλοι εκτός τού Ποσειδώνα, γελάνε.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Δεν ανεβαίνουν πίθηκοι στα δελφίνια μου.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Χα, χα! Άλλα μας είχε πει ο Αίσωπος.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Καλέ, απ’ το μυαλό του, το είχε βγάλει ο Αίσωπος! Δεν γεννήθηκε ακόμα πίθηκος, τόσο έξυπνος που να ξεγελάσει δελφίνι.
ΗΡΑ: Αλλά και να είχε γίνει, δεν θά ‘φηναν ούτε τα δελφίνια ούτε οι πίθηκοι, να διαρρεύσει τέτοιο ρεζιλίκι.
ΑΡΤΕΜΗ: Μπορεί να το κάρφωσε κάποιος άνθρωπος.
Η Αθηνά κάθεται στη θέση της. Πίνει με ανακούφιση και απόλαυση.
ΕΣΤΙΑ: Τελικά, τα δελφίνια ήταν πολύ πιο φιλάνθρωπα από ‘μας.
ΑΡΗΣ: Μπράβο και στον αϊτό!
Όλοι ξεσπάνε σε γέλια. Ο Δίας χαμογελάει. Ο αετός ρίχνει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, μη ξέροντας αν τον κοροϊδεύουν ή όχι.
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ: Ναι, ναι! / Μπράβο, μπράβο!
ΔΙΑΣ: (Μισογελώντας) άιντε, αϊτέ μου, μπορείς να πηγαίνεις.
Ο αετός συνεχίζει να τραμπαλίζεται. Ο Δίας τού κάνει νόημα να φύγει από το παράθυρο.
ΗΡΑ: («Γλυκά» στο Δία) νομίζω ότι περιμένει φιλοδώρημα!
ΔΙΑΣ: (Αλλάζει έκφραση και ωρύεται) τσακίσου μαδημένο πουλερικό πριν σε ξεπουπουλιάσω.
Ο αετός χοροπηδάει, κακαρίζει και φεύγει τρέχοντας. Πίσω του σκορπάει πούπουλα. Η Εστία πιάνει με τα χέρια, τα μάγουλά της ταραγμένη. Οι θεοί γελάνε. Επαναλαμβάνεται η γνωστή σκηνή με τον υπηρέτη που έρχεται να μαζέψει τα πούπουλα. Η Ήβη κάθεται στο σκαμνί της.
ΗΡΑ: (Χαϊδεύει τα μαλλιά τού Δία.) Είσαι ευχαριστημένος;
ΔΙΑΣ: (Σκεφτικός) έχασα το μέλι μου!
ΗΡΑ: Ω, τον καλό μου… Θεοί, ακούστε με! Προτείνω όλοι να πούμε στους ιερείς των ναών μας, να στείλουν από έναν αμφορέα μέλι στον πλησιέστερό τους ναό τού Δία μας!
ΟΛΟΙ: Ναι, ναι! / Δίκαιο! / Άξιος! / Καλή ιδέα. / Μπράβο!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Εγώ θα σου στείλω και μελισοκέρι, Δία.
ΑΡΤΕΜΗ: Και ‘γω αγριόμελο, από μελίσσια που μόνο οι αρκούδες των βουνών ξέρουνε.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Και ‘γω θα σου φτιάξω ωραίες μελόπιτες, αδερφέ μου. Τις αγαπημένες σου.
ΔΙΑΣ: (Φανερά συγκινημένος) σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ όλους σας.
ΗΡΑ: (Χώνεται στην αγκαλιά τού Δία.) Ζήνο μου, καταφέραμε και σώσαμε τόσους πιστούς ανθρώπους, χωρίς να κάνουμε μεγάλο θαύμα!
ΔΙΑΣ: Είμαστε αξιέπαινοι! (Όλοι συγκινούνται.) Ακούστε με! Το βράδυ, σίγουρα οι ναυαγοί και οι οικογένειές τους θα θυσιάσουνε στην Αθηνά, σε μένα και στον Ποσειδώνα για τη σωτηρία τους. Είστε όλοι καλεσμένοι να ανοίξετε τα μπαλκόνια σας για να απολαύσετε την ωραία τσίκνα!
ΟΛΟΙ: Μπράβο! / Άξιοι! / Ναι!…
ΔΙΑΣ: (Κάνει πρόποση. Η Ήβη σηκώνεται.) Θεοί, στο μεγαλείο μας! Στην ευημερία μας!
ΟΛΟΙ: Στις χαρές μας! / Στη δόξα μας! / Στο μεγαλείο μας! (Πίνουν νέκταρ.)
Η Ήβη χαμογελάει ευχαριστημένη προς το κοινό. Σερβίρει όλους τους θεούς νέκταρ και μετά ξανακάθεται.
ΕΣΤΙΑ: (Σκουπίζει ένα δάκρυ.) Αχ! Συγκινήθηκα.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ: Πάντως, τι αγωνία περάσαμε, ε;
ΗΡΑ: (Σιγά στο Δία, χαμογελώντας αλλά με δηλητήριο) Δία μου, μήπως θα έπρεπε να πεις στον αϊτό, να μην κρυφακούει πίσω από το περβάζι;
Ο Δίας ξαφνιάζεται, μετά κουνάει το κεφάλι σαν να μην πιστεύει στ’ αυτιά του.
Μερικοί θεοί τσιμπολογάνε. Γενική χαλάρωση.
3 σχόλια:
Να παίξω τη "γενική χαλάρωση" ? :p
Καλό ΣΚ ! ;)
"άθλιο αποκύημα παρθενογένεσης"
Πολύ μου άρεσε αυτό!
Ο Δίας μου θυμίζει λιγάκι τον πρωθυπουργό μας, έτσι; Δεν είναι ενήμερος για τίποτα, περιστοιχίζεται από άσχετους, δεν έχει κανέναν έλεγχο... βρε τον έρημο!
Δημοσίευση σχολίου